Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 13 Μαΐου 2025
Δεν χάνω καιρό, πηδώ μέσα με τα ρούχα μου. Δυο βουτιές κ' έσυρα το παιδί από τη θάλασσα. Έσυρα εκείνο μα εμπλέχθηκα εγώ αλύτρωτος στα δίχτυά της. Από τότε έφυγεν ο ύπνος, η ησυχία, η χαρά από κοντά μου. Εκείνο το θαλασσοβούτημα, το χλιαρό νερό που αγκάλιασε το κορμί μου έσυρε την ψυχή σκλάβα κατόπιν του. Το εθυμόμουν κ' ενόμιζα ρεύμα ηλεκτρικό πως έσερνε στη ραχοκοκκαλιά μου ζεστά φιλήματα.
Έδινε ο καθένας ό,τι είχε. Εμείς δεν είχαμε τίποτις άλλο να δώσουμε, έδωσα λοιπόν τη βάρκα μου, κ' έμεινα με τα δίχτυα, και με την ελπίδα πως ήρθε η ώρα μας και θα δούμε και μεις άσπρη μέρα. Τη βλέπαμε τη βαρκούλα σαν έφευγε δεμένη πίσω από μια γολέττα, και της φωνάζαμε «στο καλό». Έπιασαν τόπο οι γολέττες εκείνες, το ξέρω.
— Διαολοσπορές! είπε ο Χαγάνος, σφαλώντας με θυμό το παραθύρι του. Το σπιτάκι της Ελπίδας ήταν ψηλά στο κορφοβούνι. Καθώς ήταν μικρό και χορταριασμένο έμοιαζε με Βυζαντινό ερημοκκλήσι. Πότε τα σύγνεφα το τύλιγαν στις μελαψές τουλούπες τους, πότε ο ήλιος στα χρυσά του δίχτυα.
Το αναμεταξύ διάστημα δεν ήτανε περισσότερο από δέκα στάδια· μα επειδή το χιόνι δεν είχε λυώσει ακόμη, τούδινε πολλή κούραση. Ο έρωτας όμως όλα μπορεί να τα διαβή και φωτιά και νερό και Σκυθικό χιόνι. Φτάνει λοιπόν τρεχάλα στη στάνη κι αφού ετίναξε από τα πόδια του το χιόνι, και τα δίχτυα έστησε και τον αξό τον άλειψε σε βέργες μακρουλές· κ' ύστερα καθότανε προσμένοντας πουλιά και τη Χλόη.
ΔΑΦΝΙΣ Για όλα τα δένδρα είνε κακό, φρικτό κακό ο χειμώνας, για τα ποτάμια η αναβροχιά, για τα πουλιά η παγίδα και γι' ταγρίμια τα θεριά τα δίχτυα από λινάρι και για τον άντρα ο έρωτας της κορασιάς. Ω Δία, δεν είμαι μόνος που αγαπώ, και συ αγαπάς γυναίκες. Έτσι λιανοτραγούδησαν με την αράδα οι δυο των, μα το τραγούδι το στερνό πρωτάρχισ' ο Μενάλκας.
Και άλλοι ακόμη έλεγαν, πως κάποια τυχερή κοπέλα του χωριού η ομορφότερη, τον έμπλεξε στα δίχτυα της. Κατεβαίνει από τους λόγκους τους πυκνούς που το σκεπάζουν το χωριό ολόγυρα. Μπαίνει πάντα αθώρητος και αγνώριστος ο Τρύφος μες τα βαθιά σκοτάδια, κατά τις βροχερές τις νύχτες του χειμώνα.
Για κάτι στοίχημα του μιλάει. Τόχασε, λέει, ο πλαγινός του το στοίχημα. Άμα της ρίχτηκε, λέει, της Κυρίας που ματιά δεν τους χάριζε στον περίπατο, την έμπλεξε μέσα στα δίχτυα του. Πέντε βίζιτες πήγε, λέει, και της έκαμε ως την ώρα.
Αποτότε, οπού λες, μια φορά το χρόνο, τη Λαμπρή, κοντά, η σπηλιά ξερνάει κόκαλα ξασπρισμένα και κυλάει ματωμένους αφρούς... — Ντε! Ψαρή μ', τόρα, να παγαίνουμ' αναγκαστά... . Α Ν Τ Ρ Ο Γ Υ Ν Ο Χ Ω Ρ Ι Σ Τ Ρ Α Γιάννη Ψυχάρη Με τα πρόσωπα χλωμά ξεραγκιανά, με τα μάτια βαθουλά σβυσμένα, τα μαλλιά τους λερά κι αξάγκλεγα έβλεπαν μες από τα σιδερένια δίχτυα των παραθυριών. Όλοι βουβοί κι αμίλητοι.
Έκαμαν τη δουλειά τους μισή. Αυτές οι μισές οι δουλειές είταν που μας αφάνησαν τότες. Είμουνα δέκα μηνώ νοικοκύρης, κ' η Χριστίνα μου είχε στην αγκαλιά της το πρώτο της, αχ, και το στερνό της! Μήτε χωράφι είχαμε μήτ' αμπέλι. Σερμαγιά μας είταν η βαρκούλα μου και τα δίχτυα μου. Πριν ακόμα να λευτερωθή η Χριστίνα πέρασαν κι από το χωριό μας και μάζευαν οι δικοί μας ό,τι μπορούσαν.
Ακριβώς εκείνη τη νύχτα κάτι ψαράδες είχαν αφήσει το λιμάνι, για να ρίξουν τα δίχτυα στα βαθειά, και τράβαγαν με τα κουπιά, όταν ξαφνικά άκουσαν μια γλυκειά μελωδία, ζωηρή και δυνατή, που κυλούσε απάνου στα κύματα. Ακίνητοι, με τα κουπιά κρεμασμένα απάνου από τα κύματα, άκουγαν. Με τα πρώτα θαμπά φώτα της αυγής παρατήρησαν την περιπλανημένη βάρκα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν