Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 3 Ιουνίου 2025


Εμείς είμαστε τα καλάμια και η μοίρα είναι ο άνεμος.» «Ναι, εντάξει∙ γιατί όμως μια τέτοια μοίρα;» «Και ο άνεμος γιατί; Ο Θεός μόνο ξέρει.» «Γενηθήτω, τότε, το θέλημά Του», είπε εκείνη σκύβοντας το κεφάλι στο στήθος και βλέποντάς την έτσι σκυμμένη, τόσο γριά και θλιμμένη, ο Έφις ένοιωσε σχεδόν δυνατός.

Ο Έφις ένοιωσε ένα ρίγος στη ραχοκοκαλιά, έκοψε όμως μια μικρή μαργαρίτα, μάσησε το κοτσάνι και είδε χωρίς φθόνο την Γκριζέντα και τον Τζατσιντίνο να αγκαλιάζονται. Ο Θεός να τους ευλογεί και να τους περιβάλλει πάντα έτσι, με ήλιο και με φως. Το απόγευμα το πανηγύρι ζωήρεψε περισσότερο.

Ο γέρος έτρεμε από οργή, αλλά δεν άνοιγε το στόμα του∙ ο άλλος είχε ξαναπάρει τη θέση του και είπε λυπημένα ότι δεν ήξερε τίποτε, ότι δεν κουνήθηκε από τη θέση του, ότι ένοιωσε κάποιον να πέφτει επάνω του σαν τοίχος που καταρρέει. Τους σήκωσαν και τους απομάκρυναν. Ο κόσμος τους ακλούθησε σαν σε λιτανεία.

Στάθηκε άφωνος με το καπέλο στο χέρι κι όλο το σώμα του είτανε σε κίνηση από την περιέργεια νακούση τι θα έλεγε ο μπαμπάς. Ναι, τα μάτια του μεγαλώσανε τόσο, που φαινότανε σα να μην είταν όλος άλλο τίποτε από μάτια. Ο μπαμπάς κοίταζε και κοίταζε και μάντευε πως θα είχε γίνει κάτι περίεργο. Τέλος ένοιωσε και τότε έπρεπε να σηκώση το μικρόν ψηλά και να τον ξαναβάλη κάτω.

Την ώρα όμως που με κόπο σηκωνόταν, με τα γόνατά του να τον πονούν, ένοιωσε θλίψη, σαν να πέρασε η σκιά ενός σύννεφου μέσα από την εκκλησία, σκεπάζοντας το πρόσωπο της Μαγδαληνής. Και το πρόσωπο της ντόνας Νοέμι το σκέπαζε σκιά, ενώ σκυμμένη έραβε μέσα στην αυλή. Ο Έφις έκοψε έναν πανσέ από την άκρη του πηγαδιού και της τον προσέφερε.

Όχι, Ερνέστε· η αυτοανάπτυξη, ναι, αυτή είναι το αληθινό ιδανικό του ανθρώπου. Ο Γκαίτε το ένοιωσε αυτό και το πρώτο μας χρέος προς αυτόν είναι μεγαλύτερο απ' ό,τι χρωστούμε σε οποιονδήποτε άλλον από την εποχή των Ελλήνων κ' εδώ.

Μα ποτέ άλλη φορά δεν είδα τη γυναίκα μου να χαίρεται τόσο όπως τώρα. Ποτέ δεν αιστάνθηκε μια τόση ευδαιμονία γεμάτη ευλάβεια, όπως τώρα, ποτέ δεν ένοιωσε απλωμένη μια τόσο γιορτινή διάθεση στην καθημερινή ζωή μας, όπως αυτό το σκοτεινό χινόπωρο στη μελαγχολική πόλη, όπου η βροχή έπεφτε ακατάπαυτη κ' η ζωή όλη γύρω μας φαινότανε τόσο βαρειά και σκυθρωπή, όσο ίσως ποτέ προτήτερα.

Ένα βράδυ ύστερ' από μια ψιλή βροχούλα, που το χώμα κ' οι θημωνιές σκορπίζανε μια δυνατή μυρωδιά, η Παυλίνα ένοιωσε την καρδιά της να κτυπάη μέσα στο στήθος της. Της φάνηκε παράξενο και πήγε στη λησμονημένη κούκλα της να ιδή αν κτυπούσε κ' η δική της η καρδιά. Το ίσιο και στρωτό, το κερένιο στήθος της φιλενάδας της, ήτανε απάλευτο σαν πάντα.

Ο Τζατσίντο έτρωγε καθισμένος στο χτιστό πάγκο που είχε διάφορες χρήσεις: τραπεζιού και κρεβατιού. Και εκείνος επίσης πίστευε πως ονειρευόταν. Μετά την ψυχρή υποδοχή που του έκανε η Νοέμι ένοιωσε εκείνο που πραγματικά ήταν, ξένος ανάμεσα σε κόσμο διαφορετικό από εκείνον.

Της ήρθε μια στιγμή να το πετάξη απ' το παράθυρο. Μα καθώς τώπαιζε στα δάκτυλα της, ένοιωσε κάποια σκληράδα μέσα του. «Τι νάχη τάχα μέσα το φτωχό και βρώμικο χαϊμαλίΞύλωσε ξένοιαστα τις χονδρές του ραφές και παραμέρισε το βρώμικο μπαμπάκι. Εκεί που το παραμέριζε, έβαλε μια φωνή τρομάρα, Τι ήτανε αυτό! Ένα άστρο έλαμψε στο σκοτάδι της κάμαρας. Τα δάκτυλά της τρέμανε.

Λέξη Της Ημέρας

προστρέχανε

Άλλοι Ψάχνουν