United States or Hong Kong ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εμείς έχομε δόξα για πούλημα, αυτός έχει παρά για δόσιμο· το λοιπόν τράμπα! — Τράμπα! φωνεί ο χορός. — Κι' αν κάμη τον κουφό; λέγει δειλώς ο μικρός Μουχαδή. — Κάνουμε κ' εμείς το στραβό, απαντά αποφθεγματικώς ο Γιακούπ. — Ο λόγος μας, που του δώσαμε;

Εκαθόμουν στην ενορία των Αγίων Αποστόλων, σ' ένα στενό σοκάκι, στην Ακρόπολι αποκάτω. Είχα το παιδί στην κούνια κ' έκλαιε. Εγώ υπόφερνα απ' τους πόνους της αρρώστειας κ' εδίψαγα φοβερά. Εφώναζα νάρθη κανένας. Εζητούσα ένα ποτήρι νερό για έλεος. Κανένας δεν ήρχετο. Η γειτόνισσες, άλλες είχαν φύγει, με την ώρας τους, στην εξοχή, κι' άλλες έκαναν τον κουφό και δεν άκουαν.

Μα εκείνος βαργομισμένος από την ταπεινή φυλακή του ψηλώνει μάτια στον γαλανόν αιθέρα και τ' άπλερα φτερά κουνεί και λαχτίζει το σκεύος να το ρίξη από πάνω του. Κ' είνε μεγάλος ο αγώνας και βαρύς ο κάματος! Κουφό κονταροχτύπημα πέφτει τετράδιπλο και συγκλονεί την πλάσι και τρομάζει τη ζωή.

Εις αυτό το σπίτι θα ήτο ο Ρούντυ το χαϊδεμένο παιδί. Υπήρχε εδώ βέβαια και ένα άλλο χαϊδεμένο δηλαδή ένα γέρικο, τυφλό και κουφό σκυλί, που δεν επήγαινε πλέον μαζί εις το κυνήγι, αλλά πρώτα το έπαιρναν. Δεν είχαν λησμονήσει τα καλά του τα χαρίσματα από τα πριν χρόνια και διά τούτο ελογαριάζετο τώρα το ζώον με τα μέλη της οικογενείας και ελάμβανε και περιποιήσεις.

Ο κριτικός είναι βέβαια κ' ερμηνευτής, όμως δεν θάναι γι' αυτόν η Τέχνη καμμιά Σφίγγα που προτείνει αινίγματα και που το κούφο μυστικό της θα μάντευε και θα ξεσκέπαζε κάποιος με πρισμένα πόδια που ούτε τόνομά της δεν θάξερε.

Μα όποιος την προσταγή μου θέλει παρακούση, άντρας, γυναίκα κι ό, τι ’ναι τ’ ανάμεσό τους, απόφαση θανατική γι’ αυτόν θε να ’βγη, του λαού το πετροβόλισμα δε θα ξεφύγη. Τ’ ακούς ή δεν τ’ ακούς; ή σε κουφό τα λέω;

Όταν έμαθε την κακομυαλιά του γαμπρού του, τη δυστυχία της αδερφής του, των ανεψιών του τη δύσκολη ζωή δεν άπλωσε χέρι να τους βοηθήση. Επήγαν πολλοί να του παραστήσουν την ανάγκη τους, να του ζητήσουν συντρομή. Αλλ' εκείνος τον κουφό. — Καθένας, έλεγε, κάνει την τύχη μοναχός του. Αλοί σ' εκείνον που περιμένει από ξένο χέρι! Αλοί στον κούκκο που γεννά σε ξένη φωλιά!

Φεύγω τώρα... μου σφύριξε στ' αφτί ένα μεσημέρι χειμωνιάτικο, κουφό, καταχνιασμένο κι άχαρο μεσημέρι. Κ' έφυγε· έφυγε στ' αληθινά, πέρασε σαν ίσκιος απάν' από τα δέντρα του κήπου μας, στάθηκε λιγάκι στη μουριά κάπως συλλογισμένο κ' έπειτα χύθηκε στο αντικρυνό μας σπίτι.

Ένα με το άλλο τα στηρίγματα έφευγαν από τη σκάρα και το μπρίκι άρχισε να ταλαντεύεται μουδιασμένο θαρρείς από την τόση ακινησία, άτολμο ακόμη στο νέο του στάδιο. Τα παιδιά που είχαν ανεβή απάνω του έτρεχαν από πρύμη σε πλώρη, από πλευρό σε πλευρό μαζί όλα, με τον κουφό θόρυβο κοπαδιού προβάτων. — Γιούργια! έκραξε μια στιγμή ο πρωτομάστορης.

Εκεί που ξεφώνιζαν κι ομονοούσαν οι Πράσινοι παρακινώντας τον αρματηλάτη τους καθώς συνήθιζαν, άρχισαν κι ανεκατεύανε με τις φωνές τους και παράπονα για τις αδικίες που υπόφερναν. Τάκουγε αυτά ο Ιουστινιανός, μα έκαμνε τον κουφό. Τέλος όμως χάνει την υπομονή του, και βάζει το μαντάτορά του να μιλήση του λαού, ή καλλίτερα, να μιλήση με το λαό, κατά το σύστημα που είδαμε στον καιρό της Αριάδνης.