United States or Spain ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τούτο συνέβη ίσως διότι, του είχον έλθει τύψις και φόβος, την στιγμήν εκείνηνδιά και επιπολής μόνον είχε θίξει με την λεπίδα την σάρκα της αδελφής του.

Ο καπετάν-Θοδωρής, αισθανθείς μετ' ολίγον μίαν ακτίνα του ηλίου να έρχεται πλαγίως, υπανηγέρθη και είδεν ότι ο ήλιος ήρχισε να κλίνη προς το μέρος της θαλάσσης. — Άργησεν η μητέρα, λέγει. — Πάμε να την φωνάξωμεν, είπε και η Ελένη. Είνε ώρα να φύγωμεν. Δεν πρέπει ν' αργοπορήσωμεν, γιατί φόβος είνε ακόμα για τους κλέφτες, — Ομιλείς πολύ σωστά, κόρη μου, είπεν ο πατήρ.

Αλλ' ο φόβος, τον οποίον προ πολλού χρόνου ενέπνευσεν εις τους πολίτας, και η ακριβής πειθαρχία των δορυφόρων του διετήρησαν την εξουσίαν του εις πληρεστάτην ασφάλειαν και δεν ησθάνθη τας δυσκολίας εκείνας, τας οποίας θα ησθάνετο, εάν ήτο νεώτερος του αδελφού του και κατά συνέπειαν είχεν ολιγωτέραν πείραν εις το να άρχη.

Και τότε θα ίδης ότι δεν θα κοκκινίζουν πλέον τα σώματά των όπως τώρα, αλλ' αμέσως θα γίνουν όλοι ωχροί• ο φόβος θ' αλλάξη το χρώμα των. Έχετε πολύν καιρόν ειρήνην, η οποία σας έχει τόσον ξεσυνειθίση εις τον κίνδυνον, ώστε δύσκολα θα δυνηθήτε ν' αντικρύσετε το λοφίον μιας εχθρικής περικεφαλαίας.

Δικαιολογών δ' ενδομύχως την ατολμίαν του προσεπάθει διά της βίας να πείση εαυτόν, ότι πας φόβος ήτο μάταιος, και αδίκως είχε βασανισθή. Ότε επέστρεψεν εκ της δευτέρας εκδρομής ο Πρωτόγυφτος είχε μεταβεβλημένον το ήθος. Είδος τι υπερηφανείας αήθους έλαμπεν εις την όψιν του, και παρείχεν έκφρασιν εις τους τραχείς αυτού χαρακτήρας. Η ταλαίπωρος Γύφτισσα δεν ετόλμησε να τω απευθύνη ερώτησίν τινα.

Λοιπόν φυλάξου· ο φόβος είναι σωτηρία· ότ' η νεότης, χωρίς να 'χη εχθρόν, και μόνητον εαυτόν της επανάστασιν σηκόνει.

Τόρα λοιπόν μας μένει να ειπούμεν πόσοι είναι και ποίοι. Διότι δεν υπάρχει ποτέ φόβος να φανώμεν ψευδείς. Λοιπόν ασφαλώς διισχυρίζομαι αυτό τουλάχιστον. Δηλαδή λέγω πάλιν ότι είναι οκτώ αι τροχιαί, και από αυτάς τας οκτώ αι μεν τρεις εξετάσθησαν, μένουν δε άλλαι πέντε.

Έπειτα όλες που ημπορεί κανένας να ζητήση της ευτυχίες στον κόσμο αυτό της είχες. Από νέος ακόμη ήσουν βασιλιάς. Και ούτε υπήρχε φόβος πεθαίνοντας να άφηνες πίσω ορφανό τον θρόνο ξένοι να τον αρπάξουνε, αφού είχες το παιδί σου.

Τρίτον, ουδαμώς επρόκειτο περί προβιβασμού, αλλ' απεναντίας υπήρχε φόβος περί παύσεως, καθόσον ο προστατεύων τον έπαρχον βουλευτής, δυσαρεστηθείς επί τη αρνήσει αιτήσεων τας οποίας το υπουργείον εχαρακτήρισεν ως υπερβολικάς, διεπραγματεύετο τους όρους της μεταστάσεώς του εις τας τάξεις της αντιπολιτεύσεως.

Δε γίνεται. Είναι αδύνατο να γίνη. Δεν μπορεί να ξυπνήσουμε δεκατρείς. Θα ξυπνήσουμε δώδεκα. Ποιος άραγες, ποιος είναι που δε θα ξυπνήση με τους άλλους; Ποιος; Εγώ που το συλλογίστηκα! Είναι αλήθεια που θα πεθάνω; Προτού φέξη; Τι να κάμω; τι να κάμω, για να γλυτώσω; Ο ίδιος αφτός ο καταραμένος που ήρθε και πέρσι! Ησύχασα! Ο φόβος μου δεν είχε τον τόπο του. Τίποτις δε θα πάθω.