Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 26 Ιουνίου 2025
Ω, πόση Νύκτα εμαζώχθη αυτούθε Και φόβος, όπου πέφτοντας Εμβαίνω· σπήλαιον είνε Ή χάσμα του άδου; Ελύθησαν οι άνεμοι· Σφοδροί, σφοδροί εδώ μέσα Ως φουσκωμένα, χύνονται Ποτάμια από πολλά Χειμέρια νέφη. 'Σ τον θόρυβον σηκόνονται, Φωναί συχναί και ασήμαντοι, Ως μακράν εις την θάλασσαν Στεναγμοί πνιγομένων Μυρίων ανθρώπων.
Φόβος μεν, διότι δεν εγνώριζον περί της συμμορίας εκ πόσων συνέκειτο και τι σκοπούς ακόμη είχε· θλίψις δε, διότι εγνώριζον ότι η Μονή του Ευαγγελισμού είχεν αποταμιεύματα πλούσια. Και το εσέβοντο οι άνθρωποι το ιερόν Κοινόβιον και το ηγάπων. Οι πτωχοί το είχον ως πτωχοτροφείον και οι γέροντες ως γηροκομείον.
Αξίοχος Αληθή ταύτα είναι, Σωκράτη, και ορθά νομίζω ότι ομιλείς• αλλά δεν γνωρίζω πώς, αφού πλησιάσω εις αυτό το κακόν, οι μεν ισχυροί και περισσοί λόγοι σβύνονται χωρίς να εννοηθώσι και χάνουν την αξίαν των, επικρατεί δε φόβος τις κατά ποικίλον τρόπον κεντών τον νουν, ότι θα υστερηθώ του φωτός τούτου και των καλών, αηδής δε και μη ακούων τίποτε κάπου θα ευρεθώ σηπόμενος και μεταβαλλόμενος εις σκώληκας και ζωύφια.
Ανέβαιναν με τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους και ήταν λυπημένοι, αλλά ταυτόχρονα και χαρούμενοι, επειδή τα είχαν χάσει όλα και τα είχαν διασώσει όλα. Οι γυναίκες ειδικά κοίταζαν επάνω από τ’ άλογα μέσα από την κορνίζα που σχημάτιζε το σάλι τους, με μεγάλα αφηρημένα μάτια τους, που στιγμές στιγμές σπιθοβολούσαν από χαρά. Κάτι τις τρόμαζε, κάτι τις χαροποιούσε, ίσως ο ίδιος τους ο φόβος.
Έπρεπε όχι μονάχα με νόμους, μα και μ' Ορθόδοξο Εκκλησιαστικό διοργανισμό να γκρεμηστή ο Αρειανισμός. Έπρεπε να διοριστή Ορθόδοξος Πατριάρχης, να συστηθή Σύνοδο, να κανονιστούν άλλη μια φορά τα Εκκλησιαστικά, και να λείψη κάθε φόβος μήπως και ξαναπροβάλη ο εφτάψυχος εκείνος δράκος. Φρόνιμα μέτρα, όχι όμως και φρόνιμα εχτελεσμένα όλα τους, καθώς θα δούμε.
Αλλ' ότε εστηρίξαμεν εις την χείρα την κεφαλήν άνευ του φόβου ρομφαίας σειομένης άνωθέν της, ότε εκαθήσαμεν υπό την σκέπην ξένης θύρας, την οποίαν δεν ήτο φόβος να μαυρίση Τούρκου σκιά, και είδεν έκαστος ημών την λύπην του ζωγραφισμένην εις του γείτονός του την παρουσίαν, τότε ήρχισε να ερωτά και να μανθάνη ο είς του άλλου τα πάθη και να ερευνά περί συγγενών και φίλων απόντων.
Μετά το πέμπτον ποτήριον της ζαμάικας, ο καπετάν-Γιακουμής, ο αδελφός του πλοιάρχου, ήρχισε κακώς να παίζη την Μαριγούλαν , το τορευτόν του τζιβούρι, κ' εζήτει και έκτον αμέσως, λέγων ότι 'ςτα πέντε αποσταίνει και ξεχορδίζεται, και αν σταματήση αυτού, είνε φόβος τότε να μη χορδισθή ούτε 'ς τα δέκα.
Άλλως τε δε, και αν και επεχείρει να την αρπάση από τον δρόμον, ήτο φόβος να προφθάσουν οι χωριανοί και την αποσπάσουν από τα χέρια του. Το ασφαλέστερον ήτο να την κλέψη μίαν νύκτα από το σπίτι' ν' ανοίξη ή να σπάση την θύραν και να την αρπάση.
Τότες του Δία η κόρη τ' αρπάει, χωστά απ' τον Έχτορα, και του το δίνει πάλι. Τότ' είπε του Πριάμου ο γιος στο φοβερό Αχιλέα «Βρήκες λαμπρά! Κι' εγώ 'λεγα, παχιά καθώς μιλούσες, πως δα, καλέ μου, σούγνεψε το θάνατό μου ο Δίας. 280 Μα εσύ του νου σου ψέματα και φαντασιές λαλούσες, για να δειλιάσω σαν παιδί, να με σαστίσει ο φόβος.
Και σαν να εξάγνισε τη ψυχή του ο φόβος και το μυστήριο του θανάτου από τα ποταπά αισθήματα, αισθάνθηκε μια πικρότατη μεταμέλεια, γιατί κιαυτός είχε κακολογήσει με τους άλλους τη δυστυχισμένη κοπελιά και λίγο προτήτερα είχε περάσει από το νου του ένας πονηρός διαλογισμός.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν