United States or Philippines ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μόνε του πήρε τα μιαλά, του Γλάφκου, τότε ο Δίας, που πήγε κι' άλλαξε άρματα με το Διομήδη τότες, 235 χρυσά με χάλκινα, εκατό βοδιών μ' εννιά βοδιώνε. Κι' ο Έχτορας τότε έφτασε μπροστά στο Ζερβοπόρτι και στην οξά, κι' εκεί σωρός των Τρώωνε οι γυναίκες κι' οι κόρες τρέχανε όλες τους και γύρω τον ρωτούσαν για άντρες να μάθουν και παιδιά, για αδέλφια και για φίλους.

Υπόσχεσαι πολύ, κόρη μου, είπε, την καρδιά μιας μητέρας, και το μάτι μιας μητέρας. Κατάλαβα συχνά από τα ευγνώμονα δάκρυά σου ότι αισθάνεσαι τι είναι τούτο. Έχε για τα αδέλφια σου και για τον πατέρα σου την πίστιν και την υπακοήν μιας γυναίκας. Να τον παρηγορής. Ερώτησε πού είναι· είχε βγη έξω για να μας κρύψη την αβάστακτη λύπη που αισθάνετο· ο δυστυχής ήταν κατασπαραγμένος από τη θλίψη.

Και να που ανοίγει η πόρτα της καζάρμας και βγαίνουν οι δυο τυφλοί κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου σαν δυο αδέλφια. Ο Έφις πήγε κοντά τους και πήρε από το χέρι το σύντροφό του. Έτσι, μπαίνοντας στη σειρά γύρισαν στην αυλή της εκκλησίας κι εκεί έκαναν ένα γύρο ψάχνοντας τον ψεύτικο άρρωστο.

Αφού επέρασαν δύο χρόνοι που εχωρίσθησαν τα αδέλφια, έλαβε πόθον ο Αϊδήν να ιδή τον αδελφόν του και διώρισε να του στείλη αποκρισάριον τον βεζύρην του, διά να τον καλέση εις την Ινδίαν, διά να συνευφρανθούν αναμεταξύ των ολίγον καιρόν· όθεν και τον έστειλε με μεγάλην παράταξιν.

Καλότον κυρ Νικόλα! φωνεί αίφνης, σύμπασα η ομήγυρις, και ο πορφυρούς την όψιν Ηρακλής τω προσφέρει ποτήριον οίνου. — Τι σόι πράγμα είν' αυτοί οι λεβέντες; τον ερωτά. — Καλά παιδιά, κυρ Γιάννη! 'Σ την υγειά σας, αδέλφια, και ο θεόςτο καλό! — Α έτσι; Πολύ καλά, κύριοι! Ευχαριστούμεν και να μας συγχωρήτε!

Το δυστυχισμένον παπί δεν ήξευρε πού να σταθή, ούτε πού να φύγη, και ήτο μελαγχολικόν, επειδή όλος ο κόσμος το επερίπαιζε και το εκαταφρονούσε. Τας ακολούθους ημέρας το πράγμα εχειροτέρευε και επήγαινε. Έως και τα αδέλφιά του δεν του άφηναν ησυχίαν, και του έλεγαν: Α! να σε έπερνεν η γάτα, ασχημόπαπον! Η δε μάνα του έλεγε: Ας έλλειπες απ’ εμπρός μου, να μη σε βλέπουν τα μάτια μου!

« Αδέλφια!...Τι μας ωφελεί » Να ζήσωμε ραγιάδες;... » Βεζύρ, Αφέντης κι' αν σταθής, » Ο Τούρκος θα πασχίση » Αδίκως να καταστραφής. » Τη δίψα του να σβύση «'Σ το αγιασμένο αίμα σου. » Οι άδικοι φονειάδες!... Τ' ακούω κ' ερεθίζεται 'Σταίς φλέβαις μου το αίμα, Αι τρίχαις μου σηκόνονται, Αρχίνησα να πνέω Αχόρταγη εκδίκησιτους Τούρκους, και να κλαίω, Ν' ανοίξω των δακρύων μου Το ξηραμένο ρέμμα.

Από κει φαίνεται όλος ο Γραικός· ξέρετε που είναι ένα σωρό δημοτικά τραγούδια για την ξενιτειά. Ένας ποιητής στο μεσαιώνα λέει μάλιστα· Η ξενιτειά κι ο θάνατος αδέλφια λογούνται . Η μεγαλήτερη δυστυχία για το Γραικό είναι η ξενιτειά, το πιο νόστιμο απ' όλα, η πατρίδα.

Ακόμη και η γυναίκα με τα γλυκά έκλεισε τα κουτιά της που απόμειναν γεμάτα και αγανακτισμένη άρχισε να μιλά με τους ζητιάνους. «Δεν άξιζε τον κόπο που κάναμε τόσο δρόμο! Γιορτή της συμφοράς, αδέλφια μου!» «Δεν τα βγάζουμε πια πέρα», είπε ο γέρος, άδειασε τα κέρματα σ’ ένα μαντήλι και ξαναέβαλε το καπέλο στο κεφάλι.

Ο Κ. Σπυράκης έστρεψε το βλέμμα προς τον Κ. Μελέτην προτού αποκριθή εις την ερώτησίν μου. — Τα Δύο Αδέλφια, είπεν. — Λοιπόν εις τας πέντε, επανέλαβεν ο Νίκος. Οι δύο οδοιπόροι μας απεχαιρέτησαν και μετ' ολίγον ηκούσθη ο κρότος των ποδών των ημιόνων των επί της στενής λιθοστρώτου οδού.