Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 10 Ιουλίου 2025
Και τότε, τον πατέρα μου απήντησα 'ς τους δρόμους μ' αιματωμένα των 'ματιών τα δύο δακτυλίδια και δίχως τα διαμάντια των. Εζήτησα να μ' ευχηθή, κι' απ' την αρχήν 'ς το τέλος τα όσα εδοκίμασα κ' υπέφερα του είπα. Αλλ' η σχισμένη του καρδιά 'ς τον κλονισμόν τον τόσον ν' ανθέξη δεν ημπόρεσε.
Και πρέπει όλα και παντού να είναι ωραία. Δ ώ ρ α. Τα ακριβά τα ασημικά! Να που θα προσέξη εκείνη! Ασήμι, χρυσάφι, διαμάντια. Αυτά θα της φαντάξουν. Τρέχα. Βάλε όλα τα δακτυλίδια και της αλυσίδες σου. Δανείσου αντίκρυ από την Κιρκασία τα πολύτιμα σερβίτσια της Μ α ρ ί α. Είσαι κακή, Δώρα. Δ ώ ρ α. Και συ μόνο καλλιτέχνις. Μ α ρ ί α. Ξεσκόνισε εκεί τη Μαγδαληνή μου· ξεσκέπασε και την εικόνα εκείνη.
Τραβάει ένα χέρι καλοθρεμμένο από το κρεββάτι, που ο Άγάθούλης το πότιζε πολύν καιρό με δάκρυα, το γεμίζει διαμάντια, αφήνοντας ένα σακκί γεμάτο χρυσάφι απάνου στο κάθισμα. Απάνω στους ενθουσιασμούς του φτάνει ένας αστυνόμος ακολουθημένος από τον Περιγουρδίνο αββά κι' από ένα απόσπασμα. — Να τους, λέγει, οι δυο ύποπτοι ξένοι!
Ερχόμενοι δε προς αυτόν, άνοιξαν τες κασσελοπούλες των, και του έδειξαν διάφορα διαμάντια, τάχα πως τα είχαν διά πούλημα· αυτός τα εστοχάσθη με πολλήν ακρίβειαν και με θαυμασμόν, διά την ποιότητά τους, και επάνω εις όλα αυγάτισεν ο θαυμασμός του εις το να ιδή ένα καρβούνι πολλά θαυμάσιον, μέγα ωσάν ένα αυγό περιστεριού το οποίον παίρνοντάς το εις το χέρι, δεν εχόρταινε που να το κυττάζη και να του επαινή την ευμορφάδα.
Άλλες φαρδειές χοντροκομένες, χοντρορραμμένες, που πλέουν μέσα τους κάτι αγριοσώματα, και ξεβγαίνουν κάτι αγριοκεφάλια πλημμυρισμένα από μεγάλα πολυχρονίτικα μαλλιά και γένεια, και κάτι σκουφίτσες μαύρες-μαύρες και κεντημένες, και λυγδερές, που γυαλίζουν στον ήλιο σα διαμάντια.
Ο Αμαδεδίν που αληθώς με αγαπούσε, δεν έπαυσε να με παρακινήση να αλλάξω αυτήν την απόφασιν, μα τον έκαμα να καταλάβη ότι άκαιρα χάνει τους λόγους του. Άφησα λοιπόν τον Αμαδεδίν εις τον θρόνον του Μουσούλ, και συντροφιασμένος μοναχά με ολίγους σκλάβους, έφθασα εις το Μπαγδάτ με πολύ χρυσίον και πετράδια, ήγουν διαμάντια.
Άπλωσε η νύχτα το βαθύ σκοτάδι της 'ς τη φύσι, Και 'σαν διαμάντια ελάμπανε 'ς τον ουρανό τ' αστέρια, Το φεγγαράκι χαρωπό φωτάει το 'ρημοκκλήσι, 'Στά κορφοβούνια του Ζυγού από βραδύς βγαλμένο· Φυσάει τ' αγέρι της νυχτιάς 'ς τα φύλλα μυρωμένο, Κεκείνα σειούνται, κ' οι ίσκοι τους 'ς της εκκλησιάς τους τοίχους, Διαβαίνουν 'σάν φαντάσματα· καίν' μέσα τα καντήλια, Κι' ο γέροντας Καλόγηρος με τα χλωμά του χείλια Ψαίλνει για τον Εσπερινό με λυγωμένους ήχους. ............................................. Σταυροκοπιέται· απόψαλε και βγαίνει 'ς την αυλή, Θωράτε τον.
Ήλθεν όμως η επιστράτευσι και μας επήραν τον Πέτρο να τον στείλουν να ετοιμασθή για πόλεμο στη Θεσσαλία. Εμείς εκλαίγαμε, ενώ αυτός ήτο κατενθουσιασμένος και δεν ωνειρεύουνταν άλλο παρά δόξες, γαλόνια, σκοτωμούς πασσάδων και χανούμισσες με διαμάντια. Τον συνταγματάρχη είχα χρόνο να ιδώ και προσπαθούσα να τον ξεχάσω, όταν μου μήνυσε ένα πρωί να περάσω από το σπήτι του για μια υπόθεσι σπουδαία.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν