Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 9 Ιουλίου 2025
Τα πουλιά κάπως σαστισμένα, σα πιασμένα από θλίψη ανεπάντυχη, πετούσαν χωρίς χάρη, ανόρεχτα εδώ κ' εκεί, τόρα τρύποναν μέσα στα χαμόκλαδα, ύστερα έφευγαν πέρα προς τις ράχες με την ελπίδα να βρουν λίγο ήλιο, λίγη πρασινάδα, και γύριζαν πίσω πάλι απελπισμένα, σαστισμένα, σα πιασμένα από ανεπάντυχη θλίψη και τρύποναν πάλι στα χαμόκλαδα, στις γούβες της ρεμματιάς.
Εκείνη κόρη του αγρού, γεννημένη στη δροσοστόλιστη και ηλιολουσμένη πρασινάδα του βουνού, κόρη αγνή κι ανήξερη, σταλαματιά νερού στον ήλιο, είχε ζήση τόσα χρόνια τόρα στον ήσυχο ορίζοντα του χωριού της.
Ο τοίχος του περιβολιού μου είναι χαμηλός και βλέπω πέρα πέρα κάμπους και πρασινάδες. Ο ουρανός από πάνω μοιάζει σα γαλανή πεδιάδα που κοιμάται. Δε γυρέβω να μάθω αν είναι πουθενά κανένας πλανήτης στον ουρανό καλήτερος από το δικό μας. Δε γυρέβω να μάθω αν υπάρχει πουθενά καμιά αιώνια πρασινάδα. Έρημος ο κάμπος για μένα κι ο ουρανός ερημιά. Ξέρω πως η αγάπη πουθενά πια δε θα καρπώση.
ΑΝΤΩΝ. Ναι, όξω από τα μέσα για να ζης. ΣΕΒΑΣΤ. Απ' αυτά δεν είναι κανένα, ή λίγα. ΓΟΝΖ. Τι δύναμις και τι θυμός σ' εκείνη τη χλωρασιά! τι πρασινάδα! ΑΝΤΩΝ. Η γη, αλήθεια, είναι λιόκαυτη. ΣΕΒΑΣΤ. Μ' ένα κομμάτι πρασινάδα στη μέση. ΑΝΤΩΝ. Αυτός δεν σφάλλει παραπολύ. ΣΕΒΑΣΤ. Όχι· το μοναχό λάθος του πως είναι βλέπει τα πράμματα ανάποδα. ΣΕΒΑΣΤ. Καθώς είναι απίστευτα πολλά παράδοξα.
Ποταμάκια μικρά και χαριτωμένα περνούσαν γύρω στις ρίζες των ψηλών δένδρων και μικρές λίμνες, σπαρμένες μέσα στην πρασινάδα, καθρέφτιζαν τα πυκνόφυλλα κλαδιά με τους χρυσούς καρπούς. Και τα φιδωτά δρομαλάκια του περιβολιού ήσαν στρωμένα με ψιλή άμμο, από διαμάντια και ζαφείρια, που λαμποκοπούσαν στον ήλιο με χίλια χρώματα.
Και το ήφερνε από στράτα, Και βουνά γγρεμούς γιομάτα, Δίχως χόρτο, ή πρασινάδα, 465 Ή νερού καθόλου ικμάδα· Πουθενά βοσκή δε βρίσκουν· Όλη μέρα άδια μνήσκουν· Και σαν πήρε το σκοτάδι, Νηστικά απερνάν το βράδυ. 470 Το πουρνό καθώς χαράζει, Οχ την πείνα, που τα βιάζει, Ψίχα αγκάθι παν τζιμπόντας Το ταξίδι ακολουθόντας.
Μ' αγριοκύτταξε και μου είπε πάλι: — Δεν ξέρω, σου είπα. Και όμως φαινότανε να ξέρη πολλά πράματα. — Γιατί δεν πηγαίνεις εσύ; τον ξαναρώτησα. Γύρισε και μούρριξε μιαν άγρια ματιά απ' τα βαθειά διαπεραστικά του μάτια και μου είπε: — Γιατί δεν μπορώ να πάω. Δε βλέπεις τα πόδια μου, που είναι πιασμένα;... Πέρα στον κάμπο το άσπρο δρομαλάκι ξεχώριζε μέσα στην πρασινάδα.
Έρχεται ο Χάρος και του κάκου! Όλα, όλα τα ξαναβλέπω με μιας. Τα χαρούμενά μου τα νιάτα, τη ζωή μου από παιδί. Κάθουνταν ο παπούς απάνω στο σοφά και μ' έπαιρνε στη γούνα του μέσα και κρύφτουμουν και γελούσε ο παπούς! Αχ! όλα, όλα τα θυμούμαι. Πόσο μ' αγαπούσε! Κάτω, εκεί κάτω στον μπαξέ μας, τι πρασινάδα που είταν! Πήγαινα κ' έτρωγα ερίκια. Άγουρα τα διάλεγα και μου άρεζαν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν