Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Μαΐου 2025
Ειδεμή σ' ορκίζουμαι στο θεό μου, αφού πάρω μαχαίρι κι αφού γεμίσω την κοιλιά μου φαγιά, θα σκοτωθώ εμπρός στου Δάφνη τη θύρα. Κ' εσύ δεν θα με ειπής πια Γναθωνάκι, όπως συνηθίζεις πάντα χωρατεύοντας.
Δέκα ως δώδεκα στρατιώτες από τους πιο διψασμένους του Χουσεήνη, μερικά βήματα μακριά στεκάμενοι στην αράδα, παραβγαίνανε στον αγώνα, ποιος να πρωτομπήξη το γυμνό του μαχαίρι στα στήθια του νέου.
Εσουράβλισαν στο στόμα, στα ρουθούνια του μ' έναν αχνό, που θάλεγες κι αλαφροκάπνιζε του Λιάρου η παιδιακή ψυχή. Τέντωσε τα πόδια του δεμένα ακόμα. Ανακόρδισε τάψυχό του κορμί. Ελαχτάρισε μια, κ' έμεινε μάρμαρο στον τόπο του, απ το κεφάλι ως την ουρά. Ο μακελάρης τόρα μόλις ανάσυρε και χέρι και μαχαίρι, από το λάρυγγα το σπαραγμένον του νεκρού.
Ημείς εφοβήθημεν τόσον ώστε εμείναμεν άφωνοι, και μάλιστα όταν έξαφνα παρουσιάσθη το Τελώνιον με σχήμα ενός φοβερωτάτου λιονταρίου· αλλ' η βασιλοπούλα άφοβη του λέγει· πονηρέ σκύλλε, τι θαρείς ότι με αυτό το σχήμα θα με φοβίσης; ευθύς ελάκτισε το λεοντάρι προς αυτήν και αυτή έτοιμη με το μαχαίρι το εχώρισεν εις δύο κομμάτια, τα οποία αφανίσθησαν και έμεινε μόνον η κεφαλή, η οποία μετεβλήθη εις σκορπίον, και η βασιλοπούλα μετέβαλε το μαχαίρι της εις ένα όφιν πτερωτόν, και έκαμε μέγαν πόλεμον με τον σκορπίον· ο σκορπίος έρριξεν ένα κεντρί από την ουράν του, και κτυπώντας με εις το δεξιόν μάτι με ετύφλωσε.
Η παπαδιά έβραζε μέσα της. Τράβηξε το σκαμνί της και γύρισε απ' την άλλη μεριά. — Έγινε βαπόρι η παπαδιά, είπε ο παπάς στο ανηψίδι του. Μα κ' εγώ έκανα καπετάνιος. Ξέρω και κυβερνώ βαπόρια, τέτοια και μεγαλύτερα. Η παπαδιά δε σήκωνε από αστεία. Τινάχθηκε απάνω, πέταξε με ορμή το μαχαίρι και το μήλο που καθάριζε κ' έφυγε στην άλλη κάμαρη.
Ο κίνδυνος της θάλασσας δεν έχει γλώσσα φοβερώτερη από αυτή. Την ακούς μία στιγμή και την θυμάσαι ως που να πεθάνης. Τι σου λέγει καλά — καλά δεν προφτάνεις να καταλάβης, τ' αυτιά σου δεν προκάνουν ν' ακούσουν τον ήχο και τον ρουφάει αμέσως ανατριχιασμένη η ψυχή και τον αισθάνεται, μαχαίρι δίκοπο και κατάκρυο, όλη σου η ύπαρξις. Άκουσες αυτόν τον ήχο; δέκα χρόνια από τη ζωή σου έχασες!
Ει δε, με βλέπεις; μεταξύ εμού και του καϋμού μου θα έλθη το μαχαίρι μου κριτής να γείνη τώρα· απ' την απελπισίαν μου αυτό θα με γλυτώση, εάν δεν εύρ' η πείρα σου κ' η τέχνη σου τον τρόπον να μου γλυτώση την τιμήν. Ειπέ να σε ακούσω. Εάν δεν έχης ιατρικόν, ειπέ το, ν' αποθάνω. ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Κόρη μου, στάσου. Μιαν μικρήν ελπίδα μισοβλέπω.
Αλλ' εν τω μεταξύ και ο Μανώλης είχε δυνηθή να ανασυντάξη το θάρρος του· και έξαφνα, καθ' ην στιγμήν οι κτίσται ήσαν έτοιμοι ν' αρχίσουν να γελούν διά την δειλίαν του, τους απώθησε και αρπάσας πτύον έδραμε κατόπιν του Τερερέ· τον επρόφθασε δε εις τα πρόθυρα της κατοικίας του. — Στάσου, μωρέ σακάτη, του εφώναξε, να ξαναβγάλης το μαχαίρι!
Κάνε την πεντάλφα, καπετάνιε, και το κρίμα το παίρνω. — Θε μου ήμαρτον· εψιθύρισεν αποφασιστικά εκείνος κάνοντας τον σταυρό του. Και με τον λάζο εχάραξε πεντάλφα επάνω στο κατάρτι κ' εψιθύρισε τρεις φορές το ξόρκι: — Εν αρχή ην ο Λόγος και ο Λόγος ην προς τον Θεόν και Θεός ην ο Λόγος· είπε καρφώνοντας το μαχαίρι στη μέση της πεντάλφας με πάθος, σαν να το εκάρφωνε στα σπλάχνα του θεριού.
Έβαλε τότε μια φωνή ο βασιλιάς, έβαλε μια φωνή που ήτανε σαν κλάμα: — Πιστοί του βασιλιά! Προσκυνήστε τη βασίλισσά σας.... Οι πιστοί σκύψανε ολόγυρα τα κεφάλια τους. Τότε μια χαρά χύθηκε ξαφνικά στην όψη του νέου βασιλιά. Έβαλε πάλι το χέρι του στον κόρφο κ' έβγαλε κρυφά ένα χρυσό μαχαίρι. Πριν να προφτάσουν να τον ιδούν τα θαμπωμένα μάτια των πιστών του, τόμπηξε βαθιά στα πονεμένα στήθια του.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν