Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 14 Μαΐου 2025


Αλήθεια, επεβεβαίωσε λαβών το τεμάχιον του ασκού εις την χείρα ο επιστάτης της λίμνης· με το μαχαίρι χρειάστηκα να κόψω το κεφάλι ενός χελιού, διά να το γλυτώσω απ' τα δόντια του· να ακόμη η δοντιαίς του! Και επεδείκνυε τα ίχνη των οδόντων των ποντικών. — Ώστε, καλά είνε τώρα να κάμουμε ένα δρόμο ως εκεί, η για τυρί ή για χέλι; ηπείλησεν είς των παρεστώτων.

Ένιωθα στα σπλάχνα μου ένα μαχαίρι να με σφάζη, από την πείνα. Αυτή κοιτάστηκε στα ποδάρια μου αναίστητη. Μήτε μιλιά, μήτε κρίση. Μια στιγμή δε βάσταξα. Της ρίχνουμαι, την πιάνω απ' το λαιμό με τα δόντια. Είχα γίνη άλλος άνθρωπος· θεριό μονάχο· ούτ' ήξερα τ' έκανα, ούτ' ήξερα τι μου γίνουνταν, ο Θεός να με συχωρέση.

Την έκφρασιν ταύτην επροτίμησε, διά να μη ακούσουν οι χωροφύλακες το ομοιοτέλευτον «μαχαίρι». Κατά την φοβεράν στιγμήν, πταίστης και ένοχος, επεκαλείτο την φιλοστοργίαν της αδελφής του διά να τον σώση, καθότι είχε πεποίθησιν εις αυτήν. Η μάχαιρα θα ήτο αιματωμένη, και θα έβλεπον το αίμα οι διώκται. Και συνιστών την απόκρυψιν του οργάνου, ήλπιζε την απόκρυψιν του εγκλήματος.

Και λέγεις ότι θάνατος δεν είν' η εξορία; Δος μου φαρμάκι δυνατόν, ή κοπτερόν μαχαίρι, ό,τι κι’ αν ήναι που ευθύς τον θάνατον να φέρνη, κι όχι τον θάνατον αυτόν, που λέγεις εξορίαν! Ω! εξορίαν! Κάτω 'κεί, καλόγηρε, 'ς τον άδην οι κολασμένοι, 'ς την φωτιάν, αυτήν την λέξιν λέγουν κι ακούονται ουρλιάσματα εκεί που την προφέρουν!

Αυτά 'πε κ' εταράχθηκε μέσα η καρδιά του Ίρου• 75 αλλά τον ζώσαν στανικώς οι δούλοι και τον φέραν, 'που του 'τρεμαν ολόβολα τα μέλη από τον φόβο. ο Αντίνοος τον ωνείδισε και του 'πε• «Α! να μη ζούσες, α! να μην είχες γεννηθή, καμαρωτό βουβάλι, αφού τούτον τον άνθρωπον φοβείσαι και τρομάζεις, 80 'που οι χρόνοι τον εσύντριψαν και τούτ' η συμφορά του. αλλά θα σ' είπω φανερά και ο λόγος μου θα γείνη• αν τούτος ανδρειότερος φανή και σε νικήση, για την στερηά σε ρίχνω ευθύςολόμαυρο καράβι, 'ς τον βασιλέαν Έχετον, αδικητήν του κόσμου, 85 μύτη και αυτιά μ' αλύπητο μαχαίρι να σου κόψη, και τα κρυφά σου ανάσπαστα να δώση ωμά των σκύλων».

Ήθελα να ετολμούσε κανείς να μου το πη κατά πρόσωπον, για να μπορούσα να του τρυπήσω το κορμί με το ξίφος· αν έβλεπα αίμα, θα εγινόμουν καλύτερα. Αχ, εκατό φορές επήρα ένα μαχαίρι, για να ελαφρύνω αυτήν την καταστεναχωρημένη καρδιά μου.

Αυτά τα θεάματα διπλασιάσανε τις συζητήσεις κι' όσον δε συζητούσανε, η ανία ήτανε τόσο υπερβολική, που η γριά τόλμησε μια μέρα να τους πη: — Θάθελα να ξέρω τι ναι χειρότερο: νάχεις βιαστή εκατό φορές από νέγρους πειρατές, να σούχουν κόψει τόνα κωλομέρι, νάχης ξυλοκοπηθή από τους Βουλγάρους, νάχης μαστιγωθή και κρεμαστή σ' ένα άουτο- νταφέ, νάχης σκιστή με το μαχαίρι, νάχης τραβήξη κουπί σε γαλέρα, νάχης όλες τις δυστυχίες, που έχουμε μεις περάσει, ή να μένης δω, χωρίς να κάμνης τίποτα;

Η δε Δικαιοσύνη μας παίρνει το φαρμάκι μαςτα σύμμετρά της χέρια και έπειτατα χείλη μας προσφέρει το ποτήρι. — Αυτόν εδώ η σκέπη διπλά τον προστατεύει· εν πρώτοις είμαι συγγενής, κ' υπήκοός του είμαι· δεσμοί μεγάλοι και οι δυο· προς τούτοις τον ξενίζω κ' εγώ την θύραν χρεωστώ να κλείσωτον φονέα, όχι επάνω του εγώ μαχαίρι να σηκώσω!

Καιτης αυλής το πρόθυρο τον Μελανθέα σύραν· αυτιά και μύτη του 'κοφταν μ' αλύπητο μαχαίρι, 475 και τα κρυφά του ανάσπαστα δώσαν ωμά των σκύλων, και μανισμένοι χέρια και σκέλη του συντρίβαν.

Το χοίρο, ζώο σιτευτό και μεγάλο, μετά το σταύρωμα, το σφάξιμο δηλαδή, τον καψάλιασαν, τον έπλυναν, τον έξυσαν και τον κρέμασαν σ' ένα πρόχειρο ξύλινο τρίποδο με το κεφάλι κάτω. Τον είχαν κάμη άσπρο σαν αυγό και μόνο η μύτη του εμαύριζε, μ' ένα κορδόνι στην άκρη από αίμα πηχτό, σαν σκωλαρήκι, το υστερνό του αίμα. Ύστερα 'δούλεψε το μαχαίρι μέσα κι' όξω και τα κομμάτια τάδωκαν στης γυναίκες.

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν