United States or Norway ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το χτήμα κατακυρώθηκε στ' όνομά σου· να το χαίρεσαι. Τι μας φταίν' οι ξένοι σα δεν μπορούμε μεις να κυβερνηθούμε. — Δε γύρεψα παρά τα λεφτά μου, σε βεβαιώνω, είπε ο Κουρδουκέφαλος γυρίζοντας στο Δημητράκη. Εγώ, ξέρεις, τη φαμίλια σου την εχτιμώ· τους προγόνους σας τους θαμάζω. Ό,τι ανθρωπισμό έχουμε σήμερα σε κείνους τον χρωστάμε. Μα τι να κάμω; άνθρωπος είμαι και γω. Θέλω τα λεφτά μου να ζήσω.

Δεν περνάνε δύο λεφτά κι ο λεβέντης δίχως σπαθί, δίχως φέσι, δίχως τσαρούχια, φορτωμένος μίαν αγκαλιά ξύλα, τρέχει κατατρομασμένος, κίτρινος σαν το φλουρί, και μουρμουμουρίζει σαστισμένος κάμνοντας το σταυρό του: — Πάτερ 'μών!... — Πατερίτσα στο... φωνάζει ο κυρ λοχίας. — Πάτερ 'μών κυρ λοχία, να, πάηνα για ξ 'λάκια μέσα στο ρέμμα κι άξα βοητό από νταούλια και ζουρνάδες... — Νταούλια, μωρέ!

Και τώρα; Θα πας στο Νούορο; Θα δουλέψεις; Θα ξεχρεώσεις;» «Πολλά… είναι πολλά τα λεφτά, Έφις… Πώς θα τα καταφέρωΑλλά ο Έφις του μιλούσε χαμηλόφωνα, σκυμμένος επάνω του, παραληρώντας: «Φύγε, άνθρωπε του Θεού, φύγε! Θα ήθελα να μη φύγεις, αλλά εάν εγώ ο ίδιος σου το λέω είναι γιατί δεν υπάρχει άλλη σωτηρία. Θυμήσου τα ωραία λόγια που έλεγες εκείνο το βράδυ.

Καμμιά μέρα μπορούσε να κλείση τα μάτια και τα λεφτά να πέσουνε στα ξένα χέρια. Σαν ερχότανε κοντά, το πράμμα άλλαζε. Θ' αγάπιζε τα παιδιά, θα τα πονούσε και κάτι μπορούσε να τους αφήση. Ο παπάς ήτανε φρόνιμος άνθρωπος.

Λέτε πράγματα χωρίς να σκέφτεστε, ντόνα Νοέμι! Ο ανιψιός σας δεν έχει χρήματα για να μπορέσει να με πληρώσει, αλλά και αν ακόμη είχε, δε θα του έφταναν!», είπε ωστόσο, τρέμοντας από μνησικακία, και η Νοέμι ξανακάθισε ακουμπώντας τα χέρια επάνω στα γόνατα για να κρύψει το τρέμουλο. «Όσο για λεφτά, έχει! Όχι δικά του, αλλά έχει.» «Και ποιος του τα δίνειΈξι μάτια τον κοίταζαν έκπληκτα.

Οι συνομήλικοί μου επήγαν όλοι κ' επήραν προκαταβολή από τον γέρο Μορφονιό τον μεγαλέμπορο. Επήραν τα λεφτά και με ρητή συμφωνία να τους κατεβάση με τα παιγνίδια στο καράβι όταν θα έφευγαν. Μ' εμέθυσεν η κακή παρακίνησι κ' επήγα μαζί τους. Ο μεγαλέμπορος μου εμέτρησε δύο «άγκουρες» κ' έναν «παπού»· μου έδωκε ακόμη και «νι φεούκ» για τρατάρισμα. Όλα μαζί χίλιες εκατόν εικοσιπέντε δραχμές.

Ακολούθησε βήμα βήμα τη γυναίκα, έβγαλε τον σκούφο για να τοποθετήσει με δύναμη το κομμάτι το ξύλο κάτω από την πόρτα και περίμενε πάλι με υπομονή να επιστρέψει η ντόνα Έστερ στο πηγάδι για νερό. «Δώστε, δώστε σ’ εμένα», είπε παίρνοντάς της τον κουβά από το χέρι και ενώ ανέβαζε το νερό κοίταζε μέσα στο πηγάδι, για να μην κοιτάζει κατά πρόσωπο την κυρά του, επειδή ντρεπόταν να της ζητήσει τα λεφτά που του χρωστούσε. «Ντόνα Έστερ, δεν βλέπω πια τα δεμάτια με τα καλάμια.

Όχι μόνον είχαμε περάσει καλά, αλλά και κάτι λεφτά μου περίσσεψαν από της υπηρεσίες που έκανα στους Αγγλογάλλους. Όταν εγυρίσαμε στην Αθήνα, μέσα, είχα σωστά εκατόν δέκα φράγκα ασημένια. Μου φάνηκε, τα ένδεκα σβάντζικα, που είχα δώσει τρεις μήνες μπροστά στον καρροτσέρη, πως τα είχα σπείρει στη γης κ' εκαρποφόρησαν το δεκαπλάσιο».

Όχι, είπε, κράτησε τα κι' αύριο μου τα δίνεις· να κάνουμε πρώτα το χαρτί. — Τι χαρτί; χαρτί είν' ο λόγοςτους καλούς ανθρώπους· δεν θέλω. — Α, όχι· εδώ έχομε ζωή και θάνατο· αύριο κάνουμε το χαρτί και μου δίνεις τα λεφτά. Αλλ' ο Δημήτρης επέμενε και ο βλαχοποιμήν τέλος κατεπείσθη να λάβη τα χρήματα και την Κυριακήν εστεφάνωσε την κόρην του.

ΠΑΣΙΑΣ Βρε άντε να χαθής με την ξεδιαντροπιά σου. ΠΑΣΙΑΣ Αλλοί μου! με περιγελάς! ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Ησύχασε, και καθαρά θα σου το ειπώ σε λίγο. ΜΑΡΤΥΣ Μα καθώς κρίνω απ' όλα αυτά, θα σου τα δώση. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Πούν' αυτός που μου γυρεύει τα λεφτά; — Τ' είν' τούτο; πες μου. ΠΑΣΙΑΣ Ποιο; αυτό; σκαφίδα. ΠΑΣΙΑΣ Λοιπόν δεν δίνεις;