Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025
ΧΑΡΒΑΛΟ. Το κράτος αυτό, η μικρή Ελλάδα, με τα σύνορά της τα κατεβασμένα στους κάμπους της Θεσσαλίας, ή πρέπει να μεγαλώσει ή θα χαθεί. Να διορθωθεί και να γίνει, τέλειο κράτος, σαν το Βέλγιο, δε γίνεται.
Γιατί ο Πέτρος έβλεπε τώρα άλλες ομορφιές και θάματα που δεν τα είχανε ιδεί ακόμα. Και μιλούσε γι' άλλα λουλούδια κι' άλλα χρώματα, μιλούσε για κορφοβούνια και κάμπους που δεν τους είχε πατήσει το πόδι τους. Μιλούσε για ποταμάκια και νερά και λίμνες που δεν είχανε καθρεφτίσει ως τώρα το πρόσωπό τους.
Από κάθ' άκρη Ελληνική Χίλιων λογιών λουλούδια, Απ' την πατρίδα μου κ' εγώ Λίγα λουλούδια φέρνω, Που εμάζεψα 'ς τους κάμπους της Και 'ςτά βουνόκορφά της.
Πάρε τραγούδι μου φτερά, ξεφτέρι, αετός να γίνης Και πέτα γλήγορο μακρυά, πέτα κατά το Σούλι, Διάβαινε κάμπους και βουνά, κ' εκεί σαν απαράξης 'Στην Κιάφα απάνου ν' ανεβής, τρανή λαλιά να σύρης «Ο υιός του Νότη απέθανεν, ο υιός του Νότη πάει!»
Να φύγω, να φύγω να μην τακούγω. Στα δάση να σύρω, να γίνω θεριό, να πιάνω ζευγαρωμένα πουλιά και να τα σπαράζω. Φωτιά να γίνω και να καίγω τους κάμπους, που ν' ανεβαίνη ο καπνός να σκεπάζη τον ουρανό, και ψυχή πια να μη βλέπη παρηγοριά.
Είπε, και των θεών κι' αντρών την άκουσε ο πατέρας. Και ματωμένες έβρεχε κατά τη γης ψιχάλες τιμώντας τον καλό του γιο, πούταν στης Τριάς τους κάμπους 460 ναν του σφαχτεί τότε άδικα αλάργα απ' την πατρίδα.
Αυγήν — αυγή μόλις ανοίγανε τα μάτια τους, τα δυο τους μεγάλα καταγάλανα μάτια, χειροπιαστοί παίρνανε τους κάμπους και τακρογιάλια. Περνούσανε απ' τανθισμένα περιβόλια, βρέχανε τα πόδια τους στις αμμουδιές, τριπώνανε στους ήσκιους των λαγκαδιών, σκαρφάλωναν σαν κατσικάκια στις ψηλές κορφές και ξάπλωναν τα κορμιά τους να ξεκουρασθούν μέσα στα ξανθά τα στάχυα του κάμπου.
Όλοι το ηλιοβασίλεμμα κυττάζουν το πανώρηο, Κ' η κόρη οπώχει τον καϊμό τους κάμπους αγναντεύει, Να ιδή κοπάδια αν έρχωνται κι' αν κούγωνται τρουκάνια. Ουδέ κοπάδια φαίνονται κι' ουδέ τρουκάνια ηχούνε.
Αφού κατάπαψε η βοή της χαράς κι' ήρθε στον εαυτό της η Κώσταινα, ο Κώστας βήκε όξω, ξεφόρτωσε το μουλάρι, τώδεσε και το σιλάρωσε, κατόπι γύρισε μέσα κι' αφού έβαλε τα πράγματά του σε μια γωνιά κάθησε σιμά στην παραστιά κι' άρχισε να μολογάη της ξενιτειάς του, τα πάθια: — «Είμουν, είπε, δώδεκα χρονών παιδί, όταν ξεκίνησα για την Ξενιτειά. Πέρασα βουνά, ποτάμια, κάμπους, και θάλασσες.
Κλαίγεστε κι' όντας πέφτουνε τα φύλλ' από τα δέντρα Κ' έρχεται το χινόπωρο κι' ο μαύρος ο χειμώνας, Που η πλάση ξεστολίζεται, που χάνεται κι' ο ήλιος, Που κατεβάζει ο πόταμος, που δέρνουνε τον πύργο Τα φλογερά αστραπόβροντα, κ' η καταχνιαίς τα πλάια, Τους κάμπους τ' ανεμόβροχα, και τα βουνά, η χιονούραις, 'Στους κάμπους ανεμόβροχο, και τα βουνά χιονούρα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν