Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 15 Ιουνίου 2025
ΠΡΟΣΠ. Άριελ, με ακρίβεια έκαμες το θέλημα· αλλά περισσεύει ακόμη δουλειά. Πόσο έχει η μέρα; ΑΡΙΕΛ. Το μεσημέρι επέρασε. ΠΡΟΣΠ. Από μίαν ώρα τολιγώτερο. Το διάστημα καιρού από τώρα έως τες έξη πρέπει να οικονομηθή από μας πολύτιμα. ΠΡΟΣΠ. Γεια, γεια, βαργομάς: τι μπορείς να ζητάς; ΑΡΙΕΛ. Την ελευθερία μου. ΠΡΟΣΠ. Πριν αποσωθή ο καιρός; μην το ξαναπής.
Διότι κανείς δεν τιμωρεί εκείνους που αδικούν έχων εις τούτο την προσοχήν του εστραμμένην και διά ταύτην την αιτίαν, διότι δηλ. ηδίκησαν, εκτός μόνον εκείνος, ο οποίος τιμωρεί χωρίς να σκέπτηται, ως θηρίον· εκείνος δε, ο οποίος αναλαμβάνει να τιμωρή λογικώς, δεν τιμωρεί ένεκα του αδικήματος, το οποίον επέρασε πλέον — διότι με τούτο δεν ημπορεί βέβαια να κάμη να μη γείνη εκείνο που έγεινεν — αλλά τιμωρεί χάριν του μέλλοντος, διά να μη αδικήση πάλιν μήτε αυτός ο ίδιος ο τιμωρηθείς, μήτε κανείς άλλος, ο οποίος είδεν αυτόν να τιμωρηθή· και σκέπτεται τοιουτοτρόπως, επειδή καταλαμβάνει ότι η αρετή ημπορεί ν' αποκτηθή διά της παιδείας· τιμωρεί λοιπόν, διά ν' αποτρέψη ένα άλλον από το κακόν.
ΙΑΤΡΟΣ Κυρία, μην ανησυχείς. Το βλέπεις· η μεγάλη η έξαψις επέρασε. Πλην κίνδυνος θα είναι 'ς την περασμένην του ζωήν να στρέφωμεν τον νουν του. Να έμβη μέσα κάμε τον. Και ως 'που να συνέλθη όλως διόλου, πρόσεχε, ατάραχος να μένη. ΚΟΡΔ. Αν αγαπάς, αυθέντα μου, περιπατείς ολίγον; ΛΗΡ Να μη με συνερίζεσαι. Λησμόνει και συγχώρει. Συγχώρει. Είμαι γέροντας και ξαναμωραμένος.
Πώς σε ξεπλάνεψαν, καρδιά, δυο μαύρα μάτια κόρης, Που την αγάπη σου ποτέ δε θα μπορής να δείξης;» — Τι επέρασε πολύς καιρός, επέρασαν τρεις χρόνοι, Που η κόρη τώφερνε ψωμί κάθε βραδύ στη στάνη Και του βοηθούσε στ' άρμεγμα και τώπαιρνε το γάλα, Κι' ο Λάμπρος πάντα δείλιαζε για να της πη τον πόνο.
Όταν επέρασε από του Θοδωρή το λαγκάδι, του ανήγγειλε το σπουδαίον γεγονός: — Θοδωρή! κατές το πως εμεγάλωσα! Αλλ' ο ανόητος Θοδωρής, αντί να τον συγχαρή, επανέλαβεν, όπως πάντοτε, απαράλλακτα την φράσιν. Ηδύνατο ο Μανώλης να παρατηρήση και κάτι τι άλλο χαρακτηριστικόν της μεταβολής, αλλ' ίσως του διέφυγε τούτο.
Εκείνη έτυχε να λείπη· ο ναύτης εξεκρέμασε από τον τοίχο ένα τουφέκι του κυνηγιού γιομάτο — παλαιό τουφέκι του σπιτιού των — εξυπολήθηκε γρήγορα, εστάθη στο κατώφλι της πόρτας, εστήριξε το όπλο κατά γης, επέρασε το μεγάλο δάχτυλο του δεξιού ποδαριού στο σκανδάλι, έβαλε το στόμα της κάννας στο στόμα του — δυο στόματα, το ένα κρύο, παγωμένο, το άλλο φωτιά — . κ' επυροβόλησε . . .
Επέρασε το Πάσχα, επέρασαν μήνες επί μηνών και ο Μανώλην έμενεν αδιόρθωτος. Αλλά και ο Σαϊτονικολής έμενεν ακλόνητος εις την απόφασίν του. Και τώρα έλεγεν ότι θα τον απεκήρυττε και θα τον απεκλήρωνεν, αν έπαιρνεν άλλην παρά την Πηγήν. — Εμένα, έλεγεν, είνε παιδί μου η Πηγή.
Δεν ξέρεις ότι αυτός επέρασε όλη του τη ζωή με το να κινή διαρκώς τους ώμους του εις τα γυμναστήρια, να τρέφεται καλά και να κοιμάται υπερμέτρως; Ώστε ποίαν άλλην απάντησιν ημπορούσες να περιμένης απ' αυτόν, παρά το ότι η φιλοσοφία είναι κάτι ανωφελές τελείως;
Κι αφού πήγε στο εξοχικό, εφόρεσε πλούσια φορέματα κι όταν εκάθισε κοντά στον πατέρα του, τον άκουγε που έλεγε τέτοια: 24. — Παντρεύτηκα, παιδιά μου, πολύ νέος κι όταν επέρασε λίγος καιρός είχα γίνει πατέρας ευτυχισμένος, καθώς ενόμιζα.
Τώρα δε αφού τον εκαβαλίκευσε και τον κρατή μεταξύ των σκελών του, επέρασε τον βραχίονα του κάτω από τον λαιμόν του και τον πνίγει τον δυστυχή, αυτός δε τον κτυπά ελαφρά εις τον ώμον τον παρακαλεί, υποθέτω, να τον αφίση, διά να μη πνιγή εντελώς.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν