Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 15 Ιουνίου 2025


Και εμένα μου επέρασε τότε από την ιδέαν, πως ημπορεί πράγματι να επίστευσαν, ότι είχαμεν διάθεσιν να αστειευθούμεν, όταν τους παρακαλέσαμεν προηγουμένως να συζητήσουν με τον νεαρόν φίλον μας, και δι' αυτό ήρχισαν και εκείνοι να παίζουν μαζί του και να μη σπουδαιολογούν.

Καλή μέρα, Mademoiselle!.. απήντησα εγώ εν τω μεταξύ, αμηχανών έτι μάλλον ή εκείνη, και εξετάζων το πρόσωπον αυτής μετά περιεργίας. — Βέβαια! — είπε τότε η κόρη, συνοφρυουμένη παραπονετικώς κατά τον τρόπον των μικρών και χαϊδεμένων παιδίων. — Επέρασε πολύς καιρός!

Αυτό μου επέρασε από τον νουν και δι' αυτό έσπευσα να τον διαβεβαιώσω με τον θετικώτερον τρόπον ότι σπουδαιολογούμεν με όλα μας τα σωστά.

ΦΑΣΟΥΛΗΣ Μα πώς 'μπορεί να γίνη; ειξεύρεις πως επέρασε η εποχή εκείνη, καθ' ην συναλλαττόμενος με αρχιμάγων σπείρας εις τους ανθρώπους έδιδες νεότητα και γήρας. ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ Αν δεν περνούν τα φίλτρα μου εις τον αιώνα τούτον και δεν σκοτίζουν οι κουτοί κι' οι έξυπνοι τον νου των αλλ' όμως είμαι ικανός να εύρω ένα τρόπον, που να φανής κρονόληρος 'στά μάτια των ανθρώπων.

Η πρώτη εντύπωση επέρασε κάθε λογαριασμό, κάθε προσδοκία. Τα λεβεντόπαιδα ενθουσιάστηκαν. Άναψαν κ' εκάηκαν μαζί της.

Εις την νεότητά της λέγουν ότι ήτον ωραία, και επέρασε την ζωήν της με παιγνίδια και καμώματα, και εβασάνιξε κατ' αρχάς με τας ιδιοτροπίας της κάμποσους νέους, και εις την ωριμωτέραν ηλικίαν της έκυψεν υπό τον ζυγόν ενός γέροντος αξιωματικού, ο οποίος απέναντι τούτου και με ένα γλίσχρον μισθόν επέρασε μαζί της τον χαλκούν αιώνα και απέθανε.

ΟΙΔΙΠΟΥΣ Και σε ποιόν τόπον έγεινε αυτό το κρίμα; ΙΟΚΑΣΤΗ Φωκίς ο τόπος λέγεται° σμίγουν οι δρόμοι, που φέρνουν από τους Δελφούς εις την Δαυλία. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Πόσος επέρασε καιρός που έγειναν τούτα; ΙΟΚΑΣΤΗ Λίγον καιρόν προτού να ’λθής εδώ στας Θήβας, τέτοιοι λόγοι σπαρθήκανε μέσα στην πόλιν. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ω Ζευ, τι εσυλλογίσθηκες σ’ εμέ να κάμης; ΙΟΚΑΣΤΗ Τι σου ταράζει την ψυχήν, άναξ, ωστόσο;

Να μη είμαστε σε καμμιά σκάλα να της πας αύριο ένα πιατάκι κόλλυβα, που ξημερώνει, κατάλαβες, ψυχοσάββατο! . . . ένα κεράκι να της ανάψης, κατάλαβες . . . Η υπενθύμισις αύτη ήτο έλαιον εις την πυράν. Εξήναψεν ο πόνος του πάλιν. Δεν εβάσταξε πλέον. Επέρασε την σακκορράφαν του εις μίαν πτυχήν του ιστίου και εγερθείς μετέβη εις το μαγειρείον ν' ανάψη ένα τσιγάρο, ως είπεν.

Άξαφνα όμως άρχισα ν' ανατριχιάζω· κάποια μαγνητική ενέργεια να ερεθίζη τα νεύρα μου όπως η υγρασία ερεθίζει τα πουλιά στο φλυάρισμα. Κ' ευθύς πορφυρό κύμα εχύθη απάνω μου, έδραμε απ' όλους τους πόρους της σαρκός, επέρασε στα αισθητήρια κ' επλημμύρισε το εγώ μου ολάκερο. Επίστεψα πως εκολύμπουν στα αίματα.

Όχι απεκρίθη η βασίλισσα· εγώ δεν θέλω να του σηκώσης την ζωήν· επειδή και μου ωμολόγησε το σφάλμα του, θέλω να τον συμπαθήσω και να τον ιατρεύσω. Και ούτως λέγοντας επρόσταξε την Χαλίκ να του δώση το ιατρικόν, και παίρνοντάς το δεν επέρασε πολύ που ο Αράπης εξανάλαβε την κίνησιν του κορμιού του.

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν