Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 19 Ιουνίου 2025
Όπως πάντοτε, έτσι και τότε είχαν ξεχασθή πλέον οι προφητείαις της παραμονής των Φώτων. Μα τον γυιόν του Μητάκου δεν τον ελησμόνησα. Γι' αυτό άρχισα να τον νειδίζω, πως έκαμε δουλειά του κεφαλιού του. Μα κείνος πού ν' ακούση! Επήρε την υποχρέωση πάνου του! Υπεσχέθηκε στους προεστούς και στον Καϋμακάμη!
Όταν γύρισε σπίτι του επήρε το φως από το χέρι τον υπηρέτη του, που ήθελε να του φέξη, και μπήκε μόνος στην κάμαρα του, όπου άρχισε να κλαίη δυνατά· μιλούσε παράφορα με τον εαυτό του και περπατούσε ορμητικά πάνω κάτω.
Εκατέβασε κι άφτονα χράμια και παπλώματα, να καλοσκεπαστούμε τη νύχτα που βγάζουν κρυανά αναβόρια οι στεριές και νοτίζουνε μέσα τα πέλαγα μην κρυώσουμε. Επήρε και το μαντολίνο του Κυρ-Λιάκου απ το τηλεγραφείο. Επήρε κ' έναν πότη κοκινέλι· να μας κόβη λίγο τη δίψα μες ταλατοποτισμένα πέλαγα. Επήρε και μια στάμνα δροσερό νεράκι. Όλα τα πήρε. Όλα τα ετοίμασε ο καλός μου γέρος.
Αυτή δε επήρε πολύν αριθμόν από διαμαντικά πολύτιμα, τα οποία της τα εδιάλεξεν ο Αμπτούλ με το χέρι του. Τελειώνοντας να της δείξη τον θησαυρόν του, της εξανάδεσε τα μάτια, και την έβγαλεν από το υπόγειον και την έφερεν εις την ιδίαν σάλαν όπου ήτον.
Επήρε τους δρόμους δεξιά και αριστερά. Μπροστά του θαρρείς, δεν έβλεπε· μόνο το αυτί του, υπερβολικά ευαίσθητο, έπαιρνε, από την κακογλωσιά του δρόμου, μερικά φαρμακόλογα και τα έχυνε στη μαρτυρική ψυχή του μέσα — «Ήφαγε τόσω φτωχώ τον παρά και τώρα γυρίζει». Ήταν και άλλοι που τον επονούσαν, αυτό όμως ο ναύτης δεν το γνώριζε. Ευγήκε στην εξοχή.
Είπε η θεά, και τράπεζαν γεμάτην αμβροσίαν του θέτει, και άμα κόκκινο νέκταρ του συγκερνάει. κ' έτρωγ' εκείνος κ' έπινεν, ο μέγας αργοφόνος• και δύναμιν εις την τροφήν άμα η καρδιά του επήρε, 95 τότ' επροσφώνησεν αυτήν, απάντησέ της κ' είπε•
Ένα λαόν, που στενάζει υπό τον ανυπόφορον ζυγόν τυράννου, θα τον ονομάσης αδύνατον, όταν τέλος αναβράση και σκάση τα δεσμά του; Άνθρωπος που τρομάζοντας γιατί επήρε φωτιά το σπίτι του, αισθάνεσαι να εντείνωνται όλες του αι δυνάμεις και μ' ευκολίαν αποκομίζει βάρη, τα οποία ήσυχος μόλις δύναται να κινήση, άνθρωπος, που αγριεύοντας από μια προσβολή, τα βάνει με έξη και τους νικά, αυτοί θα ονομάζονται αδύνατοι; Και φίλε μου, αν η έντασις είνε ισχύς, γιατί η υπερέντασις να είναι το εναντίον; — Ο Αλβέρτος με προσέβλεψε και είπε: Μη σου κακοφαίνεται, τα παραδείγματα, που φέρεις, δεν φαίνονται να τεριάζουν. — Ημπορεί, είπα εγώ· με εμέμφθησαν συχνά, ως τώρα, ότι ο συνειρμός των ιδεών μου ενίοτε επλησίαζε προς φλυαρίαν.
Και επειδή θα ήτον μισοάδειο, επήρε και τα ξένα ρούχα διά να το απογεμίση. Εις τον ξένον οι τελευταίοι λόγοι της Εφταλουτρούς δεν ενέπνευσαν την αυτήν εμπιστοσύνην. Τω εφάνη ότι διέγνω πανουργίαν. — Άμε στο καλό, γραία, δεν λες αλήθεια. — Αλήθεια λέγω, είπεν η Εφταλουτρού απτόητος. — Δεν ειμπορώ να πιστεύσω.
ΑΓΓΕΛΟΣ Δώρον κάποτε απ’ τα χέρια μου αυτός σ’ επήρε. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Κι έτσι με πολυαγάπησε τον ξένο εμένα; ΑΓΓΕΛΟΣ Άκληρος καθώς ήτανε σ’ αγάπα εσένα. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Μ’ έκαμες, ή μ’ αγόρασες από κανένα και μ’ έδωκες στον Πόλυβον για ψυχοπαίδι; ΑΓΓΕΛΟΣ Σ’ ευρήκα μέσα στους γκρεμούς του Κιθαιρώνος. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Και πώς επεριγύριζες αυτούς τους τόπους; ΑΓΓΕΛΟΣ Εβόσκαγα τα πρόβατα εκείθε απάνω.
Από την ημέραν που επρωτόπιασε εργασίαν, πρώτην φοράν ελθών εις την πρωτεύουσαν εκ των νήσων του Αιγαίου πελάγους, από τότε εφάνη ότι ούτε η μοίρα του επήρε με καλό μάτι τον Μιστόκλην, ούτε ο Μιστόκλης την μοίραν του.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν