Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 19 Ιουνίου 2025


Αφού απεμακρύνθη ο Καμπαναχμάκης, η Φραγκογιαννού εσκέφθη ότι θα είχε καταφύγιον, τουλάχιστον, διά την επομένην νύχτα και ότι το καλλίτερον θα ήτο να κρυφθή την ημέραν εις καμμίαν λόχμην ή εις καμμίαν σπηλιάν, όπου οι χωροφύλακες αδύνατον θα ήτο να την εύρωσι. Επήρε τον κατήφορον, κατήλθεν εις της Αγαλλιανούς το ρέμμα. Εστάθη να πίη νερόν εις μίαν βρύσιν.

ΜΕΝ. Ουκ, αλλ' ετ' έμπνουν Αίδης μ' εδέξατο. ΦΙΛ. Και η αιτία αυτού του πρωτοφανούς και παραδόξου ταξειδίου σου; ΜΕΝ. Νεότης μ' επήρε και θράσος του νου πλέον.

Αυτή είπε «ναι» και αφού έδωκεν εις το μεγαλύτερον ένα κουλουράκι, επήρε στην αγκαλιά το μικρό και το εφίλησε με όλην την μητρικήν αγάπηνΈδωκα, είπε, το μικρό εις τον Φίλιππον διά να το κρατή, και εγώ επήγα με το μεγαλύτερό μου στη χώρα για ν' αγοράσω ψωμί, ζάχαρι και ένα πήλινο τηγάνι.

Εγώ με την δύναμιν ενός δακτυλιδιού απερνούσα διά γυναίκα σου και ο άνδρας που έφυγε, και αυτός έχει ένα παρόμοιον, και με αυτό επήρε την μορφήν σου· και επειδή σου εξομολογούμαι το παν σε παρακαλώ συμπάθησόν με.

Καλά όπου ήτο αποθαμένη η νόνα μου. Αλλέως θα την είχε σκοτωμένην. Και τότε του ήλθε να ενδύση την νόναν τον τα καλλίτερά της φορέματα. Έπειτα εζήτησε δανεικόν το άλογον του γείτονός του, το έζευξεν εις έν κάρον, εστήλωσε μέσα εις το κάρον την νόναν του καθιστήν, ανέβη και αυτός επάνω, και επήρε τον δρόμον του δάσους. Προς τα εξημερώματα έφθασεν εμπρός εις έν ξενοδοχείον.

«Μ' αλήθεια 'πε μου πότε αυτός έφυγε, και ποιους είχε συντρόφους; μήπως διαλεκτούς επήρε της Ιθάκης, ή μισθωτούς και δούλους του; θα το 'κανε και τούτο! και τ' άλλο ειπέ μου καθαρά να μάθω, το καράβι 645 σου επήρε τάχα στανικώς, ή με τον καλόν τρόπο σ' έφερε και του το 'δωκες συ με την θέλησί σουΚαι απάντησε ο Νοήμονας, ο γόνος του Φρονίου•

Δεν είν' αλήθεια, Μανώλη. Εγώ σου τήνε χαρίζω, φίλε μου, και να τήνε χαίρεσαι. — Αλήθεια; είπεν ο Μανώλης με παιδικήν χαράν. — Αλήθεια κι' άλλη φορά να μην πιστεύγης ό,τι σου λένε. Παραδώσας δε εις τον Μανώλην τον πασαλήν, τον εκαλονύκτισε και απεμακρύνθη αταράχως, ως να μη είχε συμβή τίποτε. — Πότε διάολο μ' έβαλε κάτω κ' επήρε μου και το μαχαίρι! εσκέπτετο θαυμάζων ο Μανώλης.

Και μολονότι πριν με είχαν εύρη πολλά κακά, εν τούτοις πάντοτε παρηγορούμην με την ελπίδα ότι, αν σωθή το παιδί, θα εκαλλιτέρευεν η τύχη μου και θα ικανοποιούμην διά τας ατυχίας μου. Αφ' ότου όμως αυτός επήρε γυναίκα την Ερμιόνην από την Λακεδαίμονα και εγκατέλειψε εμέ την δούλην, καταδιώκομαι από αυτήν από ζηλοτυπίαν.

Το τέταρτον εστολίζετο με μίαν χρυσήν ζώνην, το δε τελευταίον ήτο μικρότερον από τα άλλα και δεν ήξευρε να κάμη τίποτε. Και τα πέντε δε άλλο δεν έκαμναν παρά να καυχώνται διά τα προτερήματά των τόσον, ώστε τα εσιχάθηκα και τα πέντε, και έφυγα, και ευρίσκομαι εδώ όπου με βλέπεις. Εκεί ήλθεν έξαφνα πολύ νερόν εις το αυλάκι και επλημμύρισε, και το ρεύμα επήρε το υαλί.

το πείσμα τόσων έφυγεν, ιδές, ένα παιδάκι, 665 αφού καράβι ετράβησε, κ' επήρε και την νειότη του τόπου• αρχή 'πουτο εξής κακό θα φέρη• ο Δίας κείνον να κόψη, πριν αυτόςεμάς φυτεύση πόνους. αλλά καράβι δόστε μου ταχύ, κ' είκοσι ανθρώπους όπως καρτέρι στήσω του και τον παραφυλάξω 670 μεςτης Ιθάκης το στενό και της τραχείας Σάμου, να κλάψη 'που εταξείδευσε γι' αγάπη του πατρός του».

Λέξη Της Ημέρας

αρματώση

Άλλοι Ψάχνουν