Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 19 Ιουνίου 2025


Κ' εκείνος εκαθόταν στην κουπαστή λαστιχοντυμένος κ' εσφόγγιζε με το μαντήλι το πρόσωπό του για να φορέση την περικεφαλαία. — Τον νου σου Πέτρο! εφώναξε γελώντας καθώς είδε τον πατέρα σου. Άσε την τύχη να κάνη τη ρόκα της και θυμού τα λόγια μου. Σφυρί στ' αμώνι! σφυρί στ' αμώνι!... Εκείνος δεν είπε τίποτα. Δεν ήθελε πλέον συμβουλές. Το επήρε απόφασι.

Ο μεγαλήτερος ελέγονταν Φίλιππος και καλογερεύοντας επήρε όνομα Φιλόθεος και είναι, ο Δεσπότης, ο δούλος του Θεού, που να έχω την αγίαν του ευχή εγώ και πας άλλος χριστιανός, αγκαλά και απεθαμένος. Ύστερα έρχομαι στην αράδα εγώ, και η αδερφή μου η Μάρω και το αδέρφι μου ο Γηώργης.

Φθάνοντας εις εκείνο το αναμεταξύ η ώρα του γεύματος, ο Αμπτούλ επήρε τον Καλίφην από το χέρι και τον έφερεν εις έναν άλλον ωραιότερον χοντζερέ, εις τον οποίον ήτον μία πολυτελής τράπεζα ετοιμασμένη, γεμάτη από διάφορα εκλεκτά φαγητά, βαλμένα όλα εις αγγεία από χρυσίον καθαρόν, και από φαρφουρί της Κίνας.

Εγώ μονάχα θα σας 'πω πως ήλθα 'στην Αθήνα ξεσκούφωτος ... πιστεύσετε πως δεν σας λέγω ψεύμα· την ώρα όπου έψαλλα στροφάς 'στην Σαλαμίνα, επήρε το καπέλο μου σφοδρόν αέρος ρεύμα. 'Στην τόσην ευτυχίαν μου εβάρυνε κι' εκείνο, και το πατρώον έδαφος ξεσκούφωτος 'φιλούσα . . . αν ήλθα Πτωχοπρόδρομος, κι' αν τέτοιος απομείνω, ας όψεται ο κύριος Απόλλων και η Μούσα.

Κ' εγύρισεν αλλού το πρόσωπο, δυσαρεστημένος τάχα και άρχισε να ψιθυρίζη κάτι στο αυτί του συντρόφου του με αγανάχτησι, σαν να του έλεγε: «δεν υποφέρεται βρε αδερφέ, δεν υποφέρεται!...» Ο Χούρχουλας επήρε το πράγμα στα σοβαρά, εκύταξεν ερευνητικά τις φυσιογνωμίες των άλλων, ηθέλησε να τους χαμογελάση και μην ευρίσκοντας θαρρευτή απάντησι αναψοκοκκίνησε σαν παπαρούνα.

Και τώρα τι γίνεται; — Τώρα ταξειδεύει με τη γολέττα μας, στα μέρη της Ανατολής . . . Επήρε δίπλωμα πλοιαρχίας και την κυβερνά ο ίδιος, επειδή ο πατέρας του γέρασε κ' εκάθισε έξω . . . Φαίνεται πως το έρριξε λιγάκι στο πιόμα, ο Μανωλάκης, μα δεν το παρακάνει πιστεύω . . . Άσπρισε, και δεν θέλει να παντρευτή . . . Καλλίτερα για μένα να σου πω, εξάδελφε.

— Ω, ποτέ! ποτέ! είπεν η Αϊμά μετά φρίκης. Η κατατρύχουσα την νεανίδα ανάμνησις απετέλει δι' αυτήν συναίσθημα όλως αυτόματον και νευρικόν. Ο τρόμος αυτής προήρχετο εκ της σφοδροτάτης και σπαρακτικής εκείνης εντυπώσεως, ήτις εκφράζεται παρ' ημίν διά της φράσεως: &επήρε φρίξι!& Υπό την εντύπωσιν ταύτην, η κόρη ήσπαιρε κατά γράμμα ως ιχθύς.

Ο Γερασιμάκης ο τελωνοφύλακας, — ο Θυμιάτος, καλέ, από τα Περατάταεχρειάστηκε ένα δυο ποτηριές ακόμα, για νάρθη στο ντουζένι. Ο Κυρ-Λιάκος πια, — στην Πλάκα τόχουνε, ακούς, το σπίτι, — πιθαμές την κατέβαζε τη μπουκάλα. Ε, κ' εγώ πίσω πίσω τόκανα, που λες, το μέρος μου. Όταν εκουρδίστηκε ο Κεφαλωνίτης στα καλά, επήρε κι ο τηλεγραφητής το μαντολίνο.

Έτσι έπρεπε να παρουσιάση στους Γάλλους αναγνώστες την ιστορία του Τριστάνου και της Ιζόλδης, αφού μ' αυτό το Γαλλικό κοστούμι του δωδεκάτου αιώνος εκυρίευσεν έκτοτε όλες της φαντασίες, αφού όλες η φόρμες που επήρε από τότε ανάγονται στον πρώτο εκείνο Γαλλικό τύπο, αφού, αναγκαστικά, βλέπουμε τον Τριστάνο με πανοπλία ιππότη και την Ιζόλδη με μακρυά ρόμπα στ' αγάλματα των Γαλλικών κατεντράλ.

Εις αυτό το διαμέσον, που ο Κουλούφ εβεβαίωσε την γυναίκα του με αυτόν τον τρόπον, ο Ταχέρ, ανυπόμονος διά την άργητα, πηγαίνει και κτυπά την πόρταν, λέγοντας με φωνήν αγρίαν· τι αργείς ω Χουλά, και δεν σηκώνεσαι; η ημέρα αύξησε και εσύ δεν κάνεις το χρέος σου; ή θέλεις να σε παρακαλέσουν; Ο Κουλούφ, εις αυτά τα λόγια δεν έχασε καιρόν εις το να σηκωθή, και ενδυνόμενος εβγήκε, και εσυναπάντησε τον Ταχέρ, ο οποίος τον επήρε ευθύς και τον έφερεν εις το λουτρόν και αφού απολούσθηκε, τον επήγεν εις τον πατέρα του εκεί που ήταν και ο Αναΐππης.

Λέξη Της Ημέρας

αρματώση

Άλλοι Ψάχνουν