Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 19 Ιουνίου 2025
Αρπάζει τάρματα, κρύβει την κάρα Πετά, αναλήφτηκε σαν αστραπή. Τρέχει εδώθ', εκείθε γέρνει Η έρμη φτέρνα 'ς το βουνό, Μαύρο κύμα ανεμοδέρνει Και δε βρίσκει ένα γιαλό. Τον επήρε γι' αγωγιάτη Χάρος άγρυπνος, σκληρός... Σαλαγάει, βαρεί την πλάτη Πάντα πίσω του ο νεκρός. 'Σ το τυφλό το τρέξιμό του Μες 'ς τη φούχτα του αρπαχτά Για να βρέξη το λαιμό του Πίνει πάχνη και περνά.
Απέρασα ανάμεσα από μίαν φύλαξιν, και ένας οφφικιάλος, γνωρίζοντάς με διά ξένον, με ερώτησε τι γυρεύω· εγώ του είπα πως έχω να ομιλήσω του βασιλέως διά μεγάλην υπόθεσιν. Τότε αυτός με επήρε και με έφερεν εις τον βεζύρην, και ο βεζύρης με επαράστησεν εις τον βασιλέα.
Εταίριαξε στους τοίχους ολόγυρα τους σάπικους πάγκους, που του προμήθεψαν οι φτωχοταβέρνες του χωριού, για την «έχταχτη και πρωτοφανή περίσταση, είπ' ο Βλογιάρης». Επήρε μια πετρούλα κ' εσφίνωσε κάτω από μια παλιοσανίδα του πάλκου, που έχασκε από τις άλλες πάνω στα σαποτρίποδα του κρεβατιού. Εκορδοπάτησε απάνω ο Γιάνης, να δη αν στεριώθηκε καλά. Να μην πατούν τώνα τάλλο τα σανίδια και τρίζουν.
Ο Ρούντυ κατέλιπε το Βεξ, και επήρε το δρόμο προς το σπίτι του· επήρε το βουνό προς τον καθαρόν δροσιστικόν αέρα, εκεί που εξετείνετο χάμω το χιόνι, όπου η Νεράιδα του Πάγου εκυριάρχει.
Ο νέος εμεγάλωσε, έγεινε άνδρας, χωρίς να δη ποτέ γυναίκες. Τότε τον επήρε ο πατέρας του κεπήγαν στην πολιτεία και τον εγύρισε δεξιά κιαριστερά. Ο νέος, σα μικρό παιδί ακάτεχο, ερωτούσε τον πατέρα του για κάθε πράμμα πούβλεπε τείνε τούτο και τείνε κείνο.
«Φίλε, τι έρχεσαι, έτσι λαχανιασμένος, να ζητήσης εδώ μέσα; Θάλεγε κανείς πώς είσαι οδηγός λαγωνικών και τρέχεις κατ' οπίσω τους να τα πιάσης. Μήπως έρχεσαι και συ να ζητήσης δικαιοσύνη για κανένα άδικο που σου κάνανε; Ποιος σ' έδιωξε από το δάσος μου;» Ο δασοφύλακας τον επήρε κατά μέρος, και χαμηλόφωνα του είπε: — «Είδα τη Βασίλισσα και τον Τριστάνο. Κοιμώντανε, και μ' έπιασε φόβος.
Ο Επιφάνιος επήρε την γυναίκα του, κ' επήγεν ως διδάσκαλος εις την Ύδραν, όπου διέτριψεν έτη πολλά, μεταξύ του τέλους του ΙΗ' και της αρχής του ΙΘ' αιώνος, διδάσκων τα ελληνικά γράμματα. Εν τω μεταξύ ο Αγάλλος διέμεινεν επί πέντε έτη εις Βλαχίαν, κ' έγραφεν ανά δύο ή τρεις μήνας προς τους γονείς του, εις την νήσον. Πότε τα γράμματα παρέπιπτον κ' εχάνοντο, πότε έφθανον εις χείρας του πατρός του.
Ανεσηκώθη και ησθάνετο μέγαν σπαραγμόν, αλλά συγχρόνως και καλλιτέραν σωματικήν άνεσιν. Ο σύντομος εκείνος ύπνος είχεν εξαλείψει παρ' αυτή το νευροπαθές και το ανήσυχον. Εψηλάφησεν, εύρε τα σπίρτα, ήναψε το κηρίον, επήρε το ραβδί της, το καλάθι της, έβαλε μέσα εις αυτό και τας εμβάδας της, και ανυπόδυτη, με της κάλτσες, εκίνησε να φύγη.
Αυτοί βλέποντάς τον τόν εχαιρέτησαν, και τον έβαλαν και εκάθησε κοντά τους εις μίαν τράπεζαν διά να προγευθούν· ύστερον δε από το πρόγευμα ο Αναΐππης τον επήρε κατά μέρος, και του έδωσε τα πενήντα φλωρία, και ένα καινούριο φακιόλι εις ένα φουτά δεμένον, και του λέγει· έπαρε, ω νέε, τα όσα σου ετάχθησαν και περισσότερον, και σε παρακαλεί ο Μουζαφέρ να μη σταθής πολλήν ώραν εδώ εις την Σαμαρκάντα· χώρισε λοιπόν την γυναίκα σου και σύρε να κάμης την δουλειάν σου το συντομώτερον.
Τα δύο της παιδία, καθήμενα επί της ψάθης, έπαιζαν, η Λενιώ με την κούκλαν της, ο Μανώλης με το καραβάκι του. Η πρώτη πενταέτις εδοκίμαζε να ειπή ένα παραμύθι εις τον δεύρον, τετραετή, όστις έχασκε να την ακούη. Ήρχιζε δε πάντοτε από στίχους: Άδζα μάννα, βάτος μαμή, αητός μ' επήρε . . . Σχεδόν δεν είξευρε να ειπή άλλα. Αλλά και τόσα ήρκουν διά τον Μανώλην.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν