Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 19 Μαΐου 2025


Με επήρε λοιπόν υποκάτω εις την επίσκεψίν του, και με ένδυσε κατά την συνήθειαν των τζοχανταρέων και μου ερμήνευσε τον τρόπον πως έχω να μεταχειρισθώ την δούλευσίν μου· με έβαλε την άλλην ημέραν εις τον αριθμόν των τζοχανταρέων του οντά του βασιλέως, και εις ολίγον καιρόν έκαμα τιμήν του βασιλέως.

Ο Ρούντυ έφθασεν εις το Βεξ και εφρόντισε περί εκείνου, το οποίον είχε να κανονίση εδώ, και περιήλθε την πόλιν αλλά ούτε καν υπηρέτην του Μύλου όχι την Μπαμπέτα επήρε το 'μάτι του. Αυτό δεν ήτο, όπως επερίμενε

Η Εύα η παμπόνηρη καθώς τον είδεν ετουρλώθηκεν εμπρός του ολόγδυμνη, με τα μαλλιά ριγμένα στο πρόσωπο κ' εκείνος επήρε τέτοιο φόβο που έκαμε τον σταυρό του κ' έφυγε με τα τέσσερα.

Εγώ είμαι υιός ενός καραβοκύρη της Μπάσρας, και ονομάζομαι Αμπουλβάρης. Ο πατέρας μου από μικρόθεν με επήρε κοντά του εις τα ταξείδια, που διά θαλάσσης έκανε διά τες Ινδίες· εις τρόπον που εις ηλικίαν δώδεκα χρονών εγνώριζα ένα μεγάλο μέρος από τα νησιά που περιέχει.

Είτα εφορτώθη αυτή τον ασβέστην, ο ανήρ της επήρε την άμμον και το καλαθάκι, υπερέβησαν την σιδηράν πύλην, και εισήλθον εις το παλαιόν έρημον χωρίον. Μετά δέκα λεπτά έφθασαν προ του ναού. Εξεφορτώθησαν, εκάθισαν να ξαποστάσουν. Της εφάνη της Μαλαμμώς ότι ήκουε κάτι ως χαλαράν και άρρυθμον ψαλμωδίαν έσωθεν του ναού. Δεν επίστευσε τ' αυτιά της. Επλησίασεν εις την θύραν, την ώθησεν.

Κυττάζει και βλέπει υψηλά επάνω εις τα κλαδιά κρεμασμένο το καλαθάκι της. Και η γη κάτω είχε σκεπασθή όλη από κάστανα. Εγέμισε το μεγάλο της καλάθι, εγέμισε την ποδιάν της και επήρε της όρνιθες εις το χέρι Δεν ήτο πλέον μακράν από το σπίτι· η θάλασσα εγυάλιζε πλησίον και διέκρινε τώρα εις την ακροθαλασσιάν την καλύβα της.

Τον εκάλουν εις το σπίτι των και έπειτα τον απέπεμπον. Ο πατέρας τον ήθελεν, ο υιός τον εμίσει. Και ενώπιον της αδελφής του τον εξεδίωκε με τον πλέον βάρβαρον τρόπον. Επήγε να του ομιλήση διά τον Τερερέν και αυτός επήρε το μέρος του Τερερέ και εθύμωσεν εναντίον του ... Α! δεν ήθελε να πηγαίνη στο σπίτι των; πολύ καλά, δεν θα 'πήγαινε ποτέ πλέον.

Και οι αιπόλοι τον ήκουον μετά θαυμασμού, και ο παπ' Αγγελής, ακούων μετά συντόνου προσοχής, ησθάνθη δάκρυ υγραίνον την παρειάν του. Αλλ' ο Γιάννης ο Κούτρης, ως διά να παρηγορήση τον μπάρμπα- Γεώργην, καθ' ου δεν εμνησικάκει πλέον, διότι του επήρε τα πρωτεία, ηγέρθη και λύσας το ονάριον του, το οποίον έβοσκεν ησύχως εις το λιβάδιον, ήρχισε να κάμνη κάτι παιγνίδια ιδικά του.

Και όταν ήλθε το βράδυ και επανήρχετο το λεωφορείον την αυτήν οδόν τότε και πάλιν ο Ρούντυ εκάθητο μέσα, την αυτήν οδόν, επανερχόμενος· αλλά εις τον Μύλον η γάτα του δωματίου περιέτρεχε με νέα. — Ξέρεις εσύ! συ από την κουζίνα! Ο μυλωθρός τώρα τα ξέρει όλα. Αλλά η υπόθεσις επήρε ωραίον τέλος!

Είπε• και αυτής τα γόνατα κοπήκαν και η καρδία• αμιλησιά τα λόγια της επήρε, κ' εγεμίσαν δάκρυα τα μάτια, κ' έσβησεν η δροσερή φωνή της. 705 και αργά πολύ μετέπειτα απάντησέ του κ' είπε• «Κήρυκα, το παιδί γιατί μου 'φυγε; δεν συμφέρει εις τα καράβια νά 'μπη αυτός, οπού 'ναι για τους άνδραις 'σαν της θαλάσσης άλογα, και σχίζουν τόσο κύμα. ή μήπως θέλει να χαθήτην γη και τ' όνομά του710

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν