Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 19 Ιουνίου 2025
Επήρε ωστόσο κ' έφερνε το τόξ' ο χοιροτρόφος, κ' ευθύς του σήκωσαν βοή 'ς το δώμ' όλ' οι μνηστήρες, 360 και κάποιος τότ' εφώναξε των αποτόλμων νέων· «Αζήλευτε χοιροβοσκέ, το τόξο πού θα φέρης, χαμένε; γλήγορα, θαρρώ, 'ς ταις έρμαις χοιρομάνδραις οι γοργοί σκύλοι, θρέμματα δικά σου, θα σε φάγουν, αν μας βοηθήσ' ο Απόλλωνας και όλ' οι θεοί του Ολύμπου». 365 Είπαν και απ' την βοή πολλών ετρώμαξεν εκείνος. χάμαι το τόξον έθεσεν αλλ' από τ' άλλο μέρος του φώναξε ο Τηλέμαχος· «Πατέρα, εμπρός το τόξο φέρε, και δεν θα ωφεληθής αν 'ς όλους υπακούσης, μήπως, αν και νεώτερος, σε διώξω με λιθάρια, 370 εις τον αγρόν ότ' είμ' εγώ 'ς τα χέρι' ανώτερός σου. να 'μουν, αχ! τόσο ανώτερος, εις των χεριών την ρώμη, όλων αυτών, οπ' είν' εδώ 'ς τα δώματα μνηστήρες, με φρικτόν τρόπο θα 'καμνα το σπίτι μου ν' αφήσουν ευθύς αυτοί 'που το κακό 'ς τον νου τους οργανίζουν». 375
Αυτοί ήσαν οι λόγοι του Αγιόλα, και ο Ρούντυ τον αγκάλιασε και τον εφίλησε με την καρδιά του 'ς το υγρό του μουσούδι· έπειτα επήρε την γάτα 'ς τα χέρια, αλλά αυτή εκαμπούριαζε τη ράχη της και εξανίστατο. «Μου είσαι πολύ δυνατός και δεν θέλω να μεταχειρισθώ τα νύχια μου εναντίον σου! Σκαρφάλωσε τουλάχιστον επάνω 'ς το βουνό, σου εδίδαξα να σκαρφαλώνης!
Εστοχαζότανε, τι καλά να ήταν ένα από εκείνα τα βοσκήματα, ένα από εκείνα τα βουνά, να μην αισθάνεται . . . και πρώτη φορά του ήρθεν η ιδέα της ανυπαρξίας . . . Επήρε δρόμο πολύ εωσού απόστασε. Πού να πάγη! χωρίς να το καταλάβη, εγύρισε προς τη χώρα, όπου έφτασε πρι βασιλέψη ο ήλιος.
Να ζη κανείς ή να μη ζη; ο Σαίξπηρ ερωτά· λοιπόν to be or not to be; κι' εγώ τον ερωτώ· δεν μου αρέσει τίποτε κι' από τα δυο αυτά, κακό ψυχρό μου φαίνεται κι' εκείνο και αυτό. Μα η φιλοσοφία μου κατήφορο επήρε και . . . γαίαν έχεις ελαφράν, συνάδελφε Σαιξπήρε Ω! Φάληρο μου χαριτωμένο, και συ πώς ήσουν εις άλλα χρόνια 'φτηνό ακόμη και ξεπεσμένο, χωρίς πλουσίους, χωρίς σαλόνια.
Τέλος ηκούσθη υπόκωφος φωνή, φαινομένη ως να εξήρχετο εκ πίθου ή εξ αποξηραμμένου φρέατος. — Ποίος είνε πάλι; Δεν σε αφίνουν ποτέ, ποτέ ήσυχον. — Σηκώσου, έκραξεν ο ψευδώνυμος Μάχτος. — Δεν έκλεισα μάτι, είπεν ο γέρων Φούρβης. Ακόμα δεν μ' επήρε ο ύπνος. — Σηκώσου κι' άνοιξε, επανέλαβε η φωνή του κρούοντος την θύραν. — Τι με θέλεις; Ο διάβολος σ' έβαλε, μεσάνυκτα; — Κάμε γρήγορα!
Βεζύρη, ημείς εδιώξαμεν την αληθινήν βασίλισσαν, και εκρατήσαμεν μίαν κακότροπον γυναίκα που επήρε την ιδίαν της μορφήν με την μαγείαν της· πλην τούτης της μιαράς της εσήκωσα την ζωήν και χρεωστώ να κάμω το ίδιον και με αυτόν τον επίβουλον που επήρε με τον ίδιον τρόπον την μορφήν μου.
Και προχθές ετοιμαζόμενος να γράψω το άρθρον μου, ηρώτησα ένα γνώριμόν της: — Τι γίνεται η κυρία τάδε; Εξακολουθεί η κλεπτομανία; — Όχι, εθεραπεύθη. — Πώς; — Επήρε μίαν κληρονομίαν.
Ξέρεις πόσους εραστάς έδιωξα, τον Ηθοκλέα που είνε τώρα πρύτανις, τον Πασσίωνα τον πλοίαρχον και τον ομήλικόν σου τον Μέλισσον, αν και προ ολίγου καιρού απέθανεν ο πατέρας του κ' επήρε στα χέρια του την περιουσία.
Άλλη το επήρε από τα χέρια του ξένου, άλλη το μεταφέρει εκεί κάτω, εις το μέγαρον. Η δε μαρκησία! Τα χείλη της, τα ωραία της χείλη, τρέμουν. Τα μάτια της είναι φουσκωμένα από δάκρυα, τα μάτια εκείνα, τα οποία όμοια προς την άκανθον του Πλινίου είναι και γλυκά και υγρά. Ναι! τα μάτια της είναι φουσκωμένα από δάκρυα. Η γυναίκα όλη εσκίρτησεν εις τα βάθη της ψυχής της, το άγαλμα έδωσε σημείον ζωής!
Άπλωσε ο γέρο κλέφτης Κ' επήρε από τη ζώστρα του το φοβερό το χτένι, Το πέρασε δυο τρεις φοραίς, απώνα χέρι σ' άλλο, Με φόβο το ψηλάφισε, το κύτταξε ’ς τον ήλιο, Κ' ύστερα σαν να ευρέθηκε με μιας σε ξένον κόσμο Σαν να λησμόνησε με μιας σκοντάμματα και πάθη, Ένα προς ένα εδιάβαζε τα μυστικά σημάδια Και τα παιδιά ακουρμένονται.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν