United States or Portugal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τώρα, τώρα τα χείλη μου Δύνανται να φιλήσουν Του θανάτου τα γόνατα· Να στέψω το κρανίον του Δύναμαι τώρα. Πού είνε τα ρόδα; φέρετε Στεφάνους αμαράντους· Την λύραν δότε· υμνήσατε· Ο φοβερός εχθρός Έγινε φίλος. 'Κείνος οπού το μέτωπον Τρυφερών γυναικών Αγκάλιασε, πώς δύναται Εις ανδρικήν καρδίαν Να ρίψη φόβον;

Ο Αργέστης ήστραπτεν ασθενών από καιρού εις καιρόν. Ο Σκούντας προσεπάθει να κρύπτη το πρόσωπον. Η καταιγίς προηγγέλλετο. Ψεκάδες τινές όμβρου είχον αρχίσει να πίπτωσιν. Η Αϊμά ησθάνετο το μέτωπόν της υγραινόμενον και το ψύχος διεπέρα τα φορέματά της. Ο Σκούντας την ωδήγησεν προς το μέρος της κοιλάδος, όπου ήλπιζε να εύρη μέρος τι υπήνεμον, ίνα μείνωσι μέχρι της πρωίας.

Εν τη δεξιά χειρί εβάσταζε την χρυσήν λύραν, ης δια των θεσπεσίων φθόγγων κατεκήλει ποτέ τους ομίλους των αθανάτων θεών. Παρά το άγαλμα του Απόλλωνος ίστατο το της Ουρανίας Αφροδίτης, της ηδυπαθεστάτης και ποθεινοτάτης των θεαινών. Οι βόστρυχοι της κόμης, κύμα χρυσού απέφθου, έστεφον την αμβροσίαν κεφαλήν και το ακτινοβόλον της θεάς μέτωπον.

Έκαμε μίαν κίνησιν να σύρη προς τα κάτω την μανδήλαν της, αλλ' ένεκα του κουβά δεν επρόφθασε· και ο Νικολάκης κοντοσταθείς είδεν όλον τα ροδοκόκκινον πρόσωπόν της και εκοκκίνισε περισσότερον αυτός. Εσταμάτησεν εκεί. Η Κυρατσούλα παρήλθεν ως ακτινοβόλον μετέωρον και αυτός έβλεπε τας τελευταίας του αναλαμπάς πλέον. Έκαμε κίνησιν ως να εσπόγγισε με το χέρι του το ευρύ μέτωπόν του.

Ταυτοχρόνως το μέτωπόν μου περιελούετο από βρωμεράς αναθυμιάσεις και μία χαρακτηριστική οσμή μουχλιασμένων μυκήτων ανέβαινεν εις τους ρώθωνάς μου. Ήπλωσα τον βραχίονα και εφρικίασά παρατηρήσας ότι είχα πέσει κοντά εις το χείλος ενός περιφερικού φρέατος.

Αλλά νομίσαντες ότι πάλιν υπεχώρει και θέλοντες να εμποδίσουν την υποχώρησιν έτρεχαν εκ των πλαγίων προς το μέτωπον του στρατού και πλανηθέντες περιέπεσαν εις τόπους τελματώδεις και εις μέγαν περιήλθαν κίνδυνον, ενώ ο βασιλεύς ολονέν επροχώρει. Αλλ' ο βασιλεύς ήθελε να τους καταστρέψη. Προς τούτο δε μετεχειρίσθη το εξής στρατήγημα·

Σκέπτεται πάντοτε, και φέρων αδιακόπως την αριστεράν του χείρα εις το μέτωπον, τρίβει διά του αντίχειρος και του παραμέσου τους κροτάφους τον. — Το γουργουλίδιόν σας, κυρ Γιάγκο; ερωτά προσερχόμενος νυσταλέος υπηρέτης.

Εξήρχετο αργά του οίκου, και κατηυθύνετο μεν, — ως έλεγεν εις την γραίαν μητέρα του· εις το μάθημα, παρελάμβανε δε, ως αθώους ψευδομάρτυρας και φύλλα τινά χάρτου αγράφου, συνεσπειρωμένα εις κύλινδρον και τυλιγμένα εντός κυανού περικαλύμματος, εφ' ων έμελλε δήθεν να καταγράψη τα σοφά βήματα των καθηγητών αυτού· αλλ' άμα φθάνων εις τα βραχώδη τότε προπύλαια του επιστημονικού τεμένους, εξηκολούθει, οτέ μεν μόνος, οτέ δε μετ' ομόφρονος συντρόφου, την βραχώδη προς τον Λυκαβητόν ανάβασιν, και καθήμενος εκεί εν μέσω θύμων και ασφοδέλων, εκάπνιζεν, εφ' όσον επήρκει ο λαθροχειρισθείς αδελφικός καπνός, και περιέφερεν εική τα βλέμματα επί το πρωινόν πανόραμα της πόλεως και τα μαρμαίροντα πέραν γλαυκά νώτα του Σαρωνικού, έμενεν εκεί ούτω πολλάκις ώραν μακράν, ημικλείστους έχων τους οφθαλμούς και σύνοφρυ το μέτωπον, οιονεί εντυπώσεις ταμιεύων ως έλεγεν ασμένως ο ίδιος — , αίφνης δε, σείων αποτόμως την κεφαλήν και ανατινάσσων την λιπαράν του πόλκαν, εφαίνετο ως συλλαβών προσιπταμένην έμπνευσιν, και ανοίγων τον χάρτινον κύλινδρόν του έγραφε διά μολυβδίδος σειράς ανίσους το μήκος, έσβυνε τα γραφέντα, έβρεχε το άκρον της μολυβδίδος εις τα χείλη του, εκάπνιζεν, έξυε τους κροτάφους του, και έγραφε πάλιν άλλα, πολλάκις δε και απήγειλλε μετ' αυταρέσκου μειδιάματος τα γραφέντα, μεγαλοφωνών ρυθμικώς τας ομοιοκαταλήκτους κατακλείδας των στίχων του.

Ο καπνός πνίγει τους κατοίκους οίτινες πίπτουν ασφυκτιώντες ή ορμούν εις το πυρ ως παράφρονες Η Ρώμη εχάθη, Καίσαρ! Επήλθε σιγή. Ο Βινίκιος συνοφρυωθείς έφερε την χείρα του εις το μέτωπον και εν εξάλλω παραφορά ανεφώνησε: — Άα! Αλλοίμονον εις εμέ, αλλοίμονον! Και ο νεανίας απορρίψας την τήβεννόν του, επήδησεν έξω της αιθούσης.

Εκ πλαγίου και μακρόθεν είχεν όψιν λιγυράς χάριτος, εγγύθεν και κατά μέτωπον, προέκυπτεν όλη μεστή και αμφιλαφής, βαθύχλωρος, επιβάλλουσα ως νύμφη.