Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025
Η ανάγνωσις της περικοπής της εκ των βιβλίων του Μωυσέως φαίνεται να είχε τελειώσει όταν ο Ιησούς ανέβη τας βαθμίδας του αναλογίου. Ο βιβλιοφύλαξ τότε ενεχείρησεν Αυτώ τον τόμον ή κύλινδρον, εφ' ου ήτο γεγραμμένη η προφητεία του Ησαΐου, και ο Κύριος ήρχισε ν' αναγινώσκη το γνωστόν κεφάλαιον.
Ο Χριστός εν πνεύματι τρυφερότητος εσταμάτησε προ της εκφράσεως, «ημέραν ανταποδόσεως του Θεού ημών», και τελευταίας απήγγειλε τας λέξεις, «κηρύξαι ενιαυτόν Κυρίου δεκτόν». Είτα ετύλιξε πάλιν τον κύλινδρον και τον απέδωκεν εις τον βιβλιοφύλακα, και, ως έθιστο μεταξύ των Ιουδαίων, εκάθισε να εκφωνήση την διδαχήν Του.
Τότε ο Αυγουστιανός αφήκε να πέση μετ' ανυπομονησίας ο κύλινδρός του και έκυψε την κεφαλήν. — Διώξατε αυτούς τους αθλίους! Και προχωρείτε ταχύτερον. Αίφνης διέκρινε τον Βινίκιον και ύψωσε ταχέως τον κύλινδρον μέχρι των οφθαλμών του. Ο Βινίκιος έφερε την χείρα εις το μέτωπον νομίζων ότι ονειρεύεται. Εν τω φορείω εκαμάρωνεν ο γνωστός Χίλων Χιλωνίδης.
Αλλά πώς να σου το δώσω; — Δεν ειμπορείς απ' την κλειδότρυπα; είπεν η Αϊμά. — Να δοκιμάσω, απήντησεν ο Τρέκλας. Και σχηματίσας τον φάκελλον εις λεπτόν κύλινδρον, επειράθη να εισαγάγη αυτόν διά της οπής. Μετά πολλούς αγώνας, ουδέν κατώρθωσεν. — Είνε μπατάλικο το γράμμα, είπεν ο Τρέκλας. Πολύ χονδρό χαρτί. — Τώρα πώς να γείνη; — Θέλεις να το ξεβουλλώσω, και να το κόψω εις δύο;
Εξήρχετο αργά του οίκου, και κατηυθύνετο μεν, — ως έλεγεν εις την γραίαν μητέρα του· εις το μάθημα, παρελάμβανε δε, ως αθώους ψευδομάρτυρας και φύλλα τινά χάρτου αγράφου, συνεσπειρωμένα εις κύλινδρον και τυλιγμένα εντός κυανού περικαλύμματος, εφ' ων έμελλε δήθεν να καταγράψη τα σοφά βήματα των καθηγητών αυτού· αλλ' άμα φθάνων εις τα βραχώδη τότε προπύλαια του επιστημονικού τεμένους, εξηκολούθει, οτέ μεν μόνος, οτέ δε μετ' ομόφρονος συντρόφου, την βραχώδη προς τον Λυκαβητόν ανάβασιν, και καθήμενος εκεί εν μέσω θύμων και ασφοδέλων, εκάπνιζεν, εφ' όσον επήρκει ο λαθροχειρισθείς αδελφικός καπνός, και περιέφερεν εική τα βλέμματα επί το πρωινόν πανόραμα της πόλεως και τα μαρμαίροντα πέραν γλαυκά νώτα του Σαρωνικού, έμενεν εκεί ούτω πολλάκις ώραν μακράν, ημικλείστους έχων τους οφθαλμούς και σύνοφρυ το μέτωπον, οιονεί εντυπώσεις ταμιεύων ως έλεγεν ασμένως ο ίδιος — , αίφνης δε, σείων αποτόμως την κεφαλήν και ανατινάσσων την λιπαράν του πόλκαν, εφαίνετο ως συλλαβών προσιπταμένην έμπνευσιν, και ανοίγων τον χάρτινον κύλινδρόν του έγραφε διά μολυβδίδος σειράς ανίσους το μήκος, έσβυνε τα γραφέντα, έβρεχε το άκρον της μολυβδίδος εις τα χείλη του, εκάπνιζεν, έξυε τους κροτάφους του, και έγραφε πάλιν άλλα, πολλάκις δε και απήγειλλε μετ' αυταρέσκου μειδιάματος τα γραφέντα, μεγαλοφωνών ρυθμικώς τας ομοιοκαταλήκτους κατακλείδας των στίχων του.
Ο Δημήτρης δεν ητένιζε κατά πρόσωπον κανένα εξ όσων απήντα εμπρός του, φοβούμενος μη δειλιάση και οπισθοδρομήση άπρακτος. — Πού είνε ο αφέντης; ηρώτησε τον υπηρέτην, μόλις έφθασεν. — Δεν είν' εδώ· πάρε το 'μεροδούλι σου και φύγε απήντησεν ούτος, αποθέτων επί του πάγκου τεσσαράδραχμον κύλινδρον δεκαρών. — Δεν ήρθα, παιδί μου, για το μεροδούλι· είπεν ο Δημήτρης δειλώς· τον αφέντη θέλω.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν