United States or Guinea-Bissau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήτο τω όντι η φλογέρα του Μήτρου μικρά, χρυσίζουσα, με πέντε τρύπας, μαύρας εις τα χείλη εκ του καυτερού σιδήρου διά του οποίου ήνοιξεν αυτάς ο τεχνίτης και άλλην μίαν εις το αντίθετον μέρος.

Θα ήτο φοβερόν, εάν τώρα ήτο ο Ρούντυ εις τον Μύλον. Αλλά ο Ρούντυ δεν ήτο εις τον Μύλον, όχι· όπερ ήτο χειρότερον, ήτο κάτω από την φιλύραν. Ηκούοντο δυνατά λόγοι θυμού, ημπορούσε να κτυπηθούν, ίσως και να σκοτωθούν. Η Μπαμπέττα ήνοιξεν εν αγωνία το παράθυρον· εφώναξε το όνομα του Ρούντυ, του είπεν ότι ημπορεί να φύγη; δεν ανέχεται να μείνη του είπε.

Πριν ή σημάνη τον κώδωνα αυτού ήνοιξεν η Λάμια κατά το σύνηθες την θύραν του κοιτώνος της διά να παρατηρήση αν ήσαν εν τάξει τα πάντα, και ιδίως τα αυριανά της στολίδια. Αλλ' εις το μέσον της κλίνης υψώνετο θεόρατος και ολοστρόγγυλος ο λόφος, ο σημαίνων ότι το τρισκατάρατον ζώον εύρε και πάλιν τρόπον να χωθή υπό το σκέπασμα. Η Αλβανή εδάγκασε το χείλος της και εκύτταξεν ημάς αγρίως.

Αν απέκλεισεν αυτούς από τον δρόμον, προς μεγίστην λύπην των κεχηναίων, οίτινες μόνον προς τον συννεφή ουρανόν δύνανται σήμερον ν' αποτείνωσι το ε υ φ υ έ ς των Κ ό φ' τ ο, ήνοιξεν όμως εις αυτούς τας οικίας, όπου εκόντες άκοντες ανοίγουσι τας θύρας του οι οικοδεσπόται προς τα χιονόπαστα στίφη, άτινα, καίτοι ριγούντα και τρέμοντα, εννοούσι να αναπτύξωσιν υπό το προσωπείον τον πενιχρόν της ευφυίας των σπόρον.

Αυτήν δα την νύκτα που επέρασε, εν ώ ήτο ακόμη όρθρος βαθύς, ο Ιπποκράτης, ο υιός του Απολλοδώρου και αδελφός του Φάσωνος, εκτύπα πολύ δυνατά την θύραν με την ράβδον του, και, αφ' ου κάποιος του ήνοιξεν, επροχώρει μέσα βιαστικά και φωνάζων δυνατά έλεγε·Σωκράτη, είσαι έξυπνος ή κοιμάσαι; Και εγώ, επειδή εγνώρισα την φωνήν του, είσαι, είπα, ο Ιπποκράτης· μήπως, μας φέρεις καμμίαν νέαν είδησιν;

Εκείνη η σκλάβα κατά τύχην έπιασεν εμένα, και με έφερεν εις την κυρίαν της, η οποία βλέποντάς με, ήνοιξεν ένα κουτί που είχε μίαν αλοιφήν, και μου άλειψε τα ρουθούνια λέγοντάς μου· «Ω άνθρωπε άφησε την μορφήν του ελαφιού, και λάβε την φυσικήν σου». Ευθύς δε που εφώνησεν αυτά τα λόγια ευρέθηκα καθώς ήμουν πρώτα, και έπεσα εις τους πόδας της κυράς διά να την ευχαριστήσω.

Αλλά την δευτέραν ημέραν μετά το συμβάν, την αυτήν περίπου ώραν και κατά το αυτό μάθημα, ήνοιξεν αίφνης η προς τον διάδρομον θύρα της παραδόσεως, και ανήρ υψηλός και ρωμαλέος εισήλθεν εις την αίθουσαν. Είχε το βήμα βαρύ και το ήθος άγριον. Ατάραχος και ατενώς βλέπων προς την καθέδραν, εβάδισε κατ' ευθείαν προς τον διδάσκαλον, όστις, δεν ηξεύρω, αλλά μ' εφάνη κάπως ωχριάσας την στιγμήν εκείνην.

Αναδραμούσα ταχεία τας βαθμίδας αποτόμου κλίμακος, εκλείσθη εις το υπό την στέγην της οικίας μικρόν αυτής δωμάτιον, και αφού επί πολλήν ώραν με εθεώρησε μετ' ερωτικής εκστάσεως, τις οίδε ποία περί του μέλλοντος αυτής αναπλάττουσα όνειρα η ταλαίπωρος κόρη, ήνοιξεν επίμηκες πράσινον κιβώτιον και ητοιμάσθη να με κλείση εντός αυτού.

Επάνω εις τον κινητόν σύρτην του γραφείου η Ανθούλα εδιάβασε. «Τίποτε δεν είνε εις τον άνθρωπον τόσον ευχάριστον, όσον το να μανθάνη. — Κύτταξε και τα βιβλία της βιβλιοθήκης σου. Τα ήνοιξεν η Ανθούλα το ένα μετά το άλλο ήσαν όλα χρυσοδεμένα βιβλία· με διηγήματα, περιγραφάς ζώων και φυτών, βιβλία γραμμένα από ταξειδιώτας με περιγραφάς τόπων.

Σκυφτή, με την μανδήλα ως τα μάτια της, φέρουσα την λάγηνον επ' ώμων, έβαινε ταχεία προς το σπιτάκι της, επάνω εις τον Βράχον. Ήτο μία μικρή πλατεία εν μέσω, παγιδεύτρια των αντλουσών γυναικών. Ο δε πονηρός Περιστεράκης ήνοιξεν εκεί ταβέρναν, ίσα-ίσα εις το πέρασμα, ως έλεγε και εσυνάζοντο εκεί οι νέοι παγιδευταί, προσκαρτερούντες τας νεάνιδας ως οι κυνηγοί τας τρυγόνας εις της χωσιαίς.