United States or Saudi Arabia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και αν εγνώριζε, και αν ηγνόει το κοίλωμα του γιγαντιαίου κορμού, εκείνην την στιγμήν δεν επέρασεν από τον νουν του. Εκύτταζε να ιδή μη ανακαλύψη που το χάσμα της γης, το οποίον θα την είχε καταπίη εξάπαντοςδιότι καμμία πτυχή γης ορατή δεν υπήρχε όπου να κρυβή τις.

Την στιγμήν εκείνην της ήλθεν εις τον νουν μία μικρά απορία· πού ευρίσκοντο τάλλα κοράσια του Λυρίγκου, τα μεγαλείτερα. Τότε ενθυμήθη ότι πριν ν' αναβή εις το καλύβι, όπου ευρίσκετο τώρα, το οποίον ήτο χαμηλόν ανώγειον, επέρασεν έξω από την θύραν ενός άλλου μικροτέρου καλυβίου, το οποίον ήτο χαμόγειον, και ήτο κτισμένον δίπλα, κολλητά με το πρώτον.

Εσύ, παππά μου, να τον μεταλάβης και έπειτα να φύγης. Εγώ θα μείνω. Όλην του την ζωήν την επέρασεν έρημος και μόνος, ας έχη ένα χριστιανόν εις το πλευρόν του, ενώ αποθνήσκει, ο κακόμοιρος! — Είσαι αλήθεια καλός χριστιανός, Γεροθανάση. Ο Θεός να σ' ευλογήση! Αλλά το χρέος τούτο είναι ιδικόν μου, και θα το εκτελέσω εγώ. Εγώ θα του κλείσω τα βλέφαρα.

Δεν επέρασεν όμως πολύς καιρός, που ο βασιλεύς ευρίσκετο εις το βασίλειόν του εν ησυχία· και μίαν ταχινήν εκεί που οι μεγιστάνες του τον ανάμεναν εις το ντιβάνι, τους εδόθη είδησις πως δεν ευρίσκετο πλέον εις το παλάτι του, αλλά εχάθη. Τότε όλοι εδόθηκαν εις φωνάς και εις κλαυθμούς διά την έλλειψιν του βασιλέως των, και μάλιστα ο βεζύρης του ωδύρετο κατά πολλά διά τον αιφνίδιον χαμόν του.

Εφαντάζετο τον εαυτόν του ως μόνον εις τον κόσμον, περικυκλωμένον από γενικήν εχθρότητα και κακοβουλίαν. Όλοι συνέτρεχον εις το κακόν του, και αυτοί οι γονείς του και αυτή η Πηγή. Αφ' ότου κατέβη εις το χωριό, δεν επέρασεν ημέρα χωρίς να λάβη αφορμάς πικρίας. Ό,τι και αν έκανεν, ό,τι και αν έλεγεν αυτός ήτο στραβόν και οι άλλοι είχαν πάντοτε δίκιο.

Ο Αγάλλος έστρεψε το βλέμμα, και είδεν ωραίαν όψιν νεαράς γυναικός, της οποίας το βλέμμα επί στιγμήν έπεσε τυχαίως επάνω του. Δεν την είδε πλέον, αν και πολλάκις επανέφερε προς τα εκεί το βλέμμα. Συγχρόνως μία γρηά κυρτή επέρασεν έμπροσθέν του, τον εγνώρισε, και του είπε: «Καλώς ώρσες». Ο Αγάλλος την ενθυμήθη. — Δεν είσαι η Μανιά; της είπε. Το Γηρακώ της Κατερίνας, που σε λένε κοινώς Μανιά;

Βέβαια εγώ νομίζω, ω αγαπημένοι φίλοι, να θαυμάζετε με άκραν έκπληξιν, πώς αφού υπέμεινα τόσους κινδύνους, και υπέφερα τόσας κακοπαθείας, απεφάσισα να ταξειδεύσω πάλιν και έκτην φοράν διά να δοκιμάσω την τύχην και να συναπαντήσω άλλας νέας δυστυχίας, και εγώ μάλιστα θαυμάζω περισσότερον όταν στοχάζωμαι τόσους κινδύνους και τόσα φοβερά συμβάντα και μετά ταύτα όλα, πάλιν απόφασις ταξειδιών· βέβαια εξ ανάγκης έπρεπε να ήτο ο αστέρας, ήγουν ο πλανήτης των γενεθλίων που μου επροξενούσε τόσην επιθυμίαν ταξειδιών, τον οποίον δεν εδυνόμουν να αποφύγω· αλλ' ας είνε ό,τι και αν ήτον το ελκυστικόν αίτιον, αφού επέρασεν ένας χρόνος άρχισα να ετοιμασθώ διά νέον πάλιν ταξείδιον· παραβλέποντας τας παρακλήσεις των συγγενών και των φίλων, οι οποίοι παντοίω τρόπω αγωνίζοντο να με εμποδίσουν.

Εις εκείνην την αυλήν ήτον εμποδισμένον με θάνατον όποιος ήθελε σταθή αργά εις το περιβόλι του παλατίου εις το οποίον, αφού και οι άνδρες ετραβιόνταν πριν νυκτώση, έβγαιναν οι γυναίκες του παλατίου, και εσεργιάνιζαν διά μερικές ώρες. Και μίαν ημέραν όντας εις τον κήπο μόνος μου, και στοχαζόμενος τα περασμένα μου συμβεβηκότα, επέρασεν η διωρισμένη ώρα που έπρεπε να τραβηχτώ, χωρίς να καταλάβω.

Αλλά δεν με γελάς άλλην φοράν. Και ήρπασεν τον μικρόν Κλώσον από την μέσην, τον έχωσεν εις τον σάκκον, έβαλε τον σάκκον εις την ράχιν του και του είπε. — Τώρα πηγαίνω να σε πνίξω. Έως να φθάση εις τον ποταμόν είχε πολύν δρόμον να κάμη, και ο μικρός Κλώσος ήτο βαρύς. Εκεί όπου επήγαινεν, επέρασεν από μίαν εκκλησίαν, εις την οποίαν έψαλλαν.

Τότε ο βασιλεύς εκείνος επροχώρησε μέσα εις τους θαλάμους του παλατίου, οι οποίοι ήσαν στρωμένοι με τάπητας μεταξωτούς και ολόγυρα με στρώματα και προσκέφαλα χρυσοΰφαντα της Ινδίας· επέρασεν έπειτα εις ανώγειον μεγαλοπρεπές, εις την μέσην του οποίου ήτον μία χρυσή τετράγωνος λεκάνη, και εις κάθε γωνίαν είχεν ένα λεοντάρι χρυσούν.