Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 5 Μαΐου 2025
Και επειδή ήθελε και πάλιν να απευθύνη την προσευχήν του προς τον Λυτρωτήν, εγονυπέτησεν, εσταύρωσε τας χείρας και ύψωσε τους οφθαλμούς προς τους αστέρας, οίτινες επάλλοντο εκεί υψηλά, εις το άνοιγμα του καταπετάσματος. Η στάσις αύτη δεν ήρεσεν εις το πλήθος. Οι θεαταί είχον κουρασθή να βλέπουν εκπνέοντα πρόβατα. Εάν ο γίγας ηρνείτο να αμυνθή, το θέαμα θα απετύγχανεν.
Ο Μάχτος ησθάνθη τας δυνάμεις του εντεινομένας εις έσχατον και απεγνωσμένον αγώνα. Ύψωσε την χείρα και κατήνεγκε σφοδρόν και αιφνίδιον κτύπημα κατά του πρώτου εφορμήσαντος. Ούτος έσυρε τότε το ξίφος και ηθέλησε να διαπεράση τον Μάχτον. Αλλ' ο Πρωτόγυφτος ιδών τον κίνδυνον ώρμησε ταχύς και προέλαβε το κτύπημα. — Είνε γυιός μου, είπεν.
Ο Νέρων ύψωσε τους βραχίονας εις τον ουρανόν και ανέκραξε: — Δυστυχία σου, αγιωτάτη πόλις του Πριάμου! . . . Ο Βινίκιος μόλις επρόφθασε να διατάξη δούλους τινάς να τον ακολουθήσουν, και πηδήσας επί του ίππου, ώρμησεν εν μέσω του σκότους διά των ερημικών οδών του Αντίου διευθυνόμενος εις Λαυρέντον. Η τρομερά είδησις τον είχε ρίψει εις είδος τι τρέλλας.
Εις σας όλους, οίτινες θα ίδετε τον θάνατον εκείνων, τους οποίους αγαπάτε, εις σας τους κοπιώντας, τους πάσχοντας, και εις σας, όσοι μέλλετε να αποθάνετε, εν ονόματι του Χριστού, λέγω, «ειρήνη υμίν.» Ο Απόστολος έτεινε τας χείρας, ύψωσε τους οφθαλμούς προς τον ουρανόν και έμεινεν ακίνητος. Το πρόσωπόν του έλαμψε. Παρετήρησεν εν εκστάσει.
Ο Καίσαρ, όστις από τινος είχεν εγκαταλείψει τον εξώστην, εφάνη αιφνιδίως επί της ανθοσπαρμένης κονίστρας, ενδεδυμένος πορφύραν και με χρυσούν στέφανον. Δώδεκα αοιδοί τον ηκολούθουν ωπλισμένοι με κιθάρας. Εκείνος με αργυράν βάρβιτον εις την χείρα, εγερθείς επροχώρησε με βήμα επίσημον μέχρι του κέντρου, εχαιρέτισεν επανειλημμένως και ύψωσε τους οφθαλμούς προς τον ουρανόν.
Επεθύμουν ίνα έκαστος εξ υμών καταδεχθή να λάβη την κύλικα, ήτις εχρησίμευεν εις τας σπονδάς του διά τους θεούς και την ιδίαν μου ευδαιμονίαν. Ύψωσε το μύρρινον σκεύος του, — κύλικα άνευ αξίας, επί της οποίας ηκτινοβόλουν όλα τα χρώματα του ουρανίου τόξου, και είπεν εις τους συνδαιτυμόνας: — Ιδού η κύλιξ της προσφοράς μας προς την βασίλισσαν της Κύπρου.
Ο Χίλων απεκρίθη: — Δεν δύναμαι, αυθέντα! Η μανία εκόχλαζεν εις την ψυχήν του Τιγγελίνου, αλλ' ούτος συνεκρατήθη ακόμη. — Είδες πώς αποθνήσκουν οι χριστιανοί; θέλεις να αποθάνης και συ όπως και εκείνοι; Ο γέρων ύψωσε προς στιγμήν το ωχρόν πρόσωπόν του· προς στιγμήν τα χείλη του εκινήθησαν εν σιωπή, έπειτα δε είπε: — Και εγώ πιστεύω εις τον Χριστόν! . . . Ο Τιγγελίνος τον παρετήρησεν εμβρόντητος.
Έκπληκτος, γελών και γοητευμένος, ο νεανίας έλαβε την μίαν κώπην, την ύψωσε κάθετον επί του ζυγού, εφ' ου εκάθητο, έλαβε την άκρην της μπαρούμας, και έδεσε δι' αυτής την κώπην επί του ζυγού. Είτα έλαβε την άλλην κώπην, και λύσας την άλλην άκρην της μπαρούμας από τον κρίκον της πρώρας, προσέδεσεν οριζοντίως την δευτέραν κώπην επί της πρώτης σταυροειδώς, ως κεραίαν επί του ιστού.
Εκείνη ύψωσε δειλά την κεφαλήν και το βλέμμα . . . Ο Κλέων έρρηξε κραυγήν άλγους . . . . Ενώπιόν του ίστατο η σύζυγός του, ή μάλλον ένας σκελετός ρακένδυτος, εμπνέων οίκτον . . . . Έκαμεν έν βήμα εμπρός ακόμη, αλλοφρονών και τείνων τας χείρας, ως ενώπιον φάσματος . . . . Παρήλθον ολίγα δευτερόλεπτα, στιγμαί αγωνίας, καθ' ας ο Κλέων εζήτει να συγκρατήση τας σκέψεις του . . .
Τότε σταθείς εις το μέσον των ξένων Του, χαίρων τη καρδία επί τω έργω του ελέους όπερ ήθελε να πράξη, ο Ιησούς ύψωσε τους οφθαλμούς εις τον ουρανόν, ευχαρίστησεν, ευλόγησε τους πέντε άρτους, τους έκοψεν εις τεμάχια, και ήρχισε να τους διανέμη εις τους μαθητάς Του, και αυτοί προς το πλήθος· ομοίως και τα δύο οψάρια. Ήτο ταπεινόν, αλλ' αρκετόν και προς πεινώντας οδοιπόρους ηδονικόν δείπνον.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν