Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 5 Μαΐου 2025


Ο Βινίκιος εισήλθεν εις τέταρτον υπόγειον, μικρότερον των προηγουμένων, και ύψωσε το φανάριόν του. Αίφνης ερρίγησε. Του εφάνη ότι έβλεπεν υπό τας σιδηράς ράβδους φεγγίτου, την γιγαντιαίαν μορφήν του Ούρσου. Έσβεσεν αμέσως την λυχνίαν του και επλησίασε: — Συ είσαι, Ούρσε; Ο γίγας ύψωσε την κεφαλήν. — Τις ει; — Δεν με αναγνωρίζεις; — Έσβυσες το φως, πώς θέλεις να σε αναγνωρίσω;

Αλλά διατί έφυγες; Εκείνη ύψωσε προς αυτόν τους ωχρούς οφθαλμούς της, έπειτα χαμηλώσασα την κεφαλήν, απήντησε: — Το ηξεύρεις . . . Πνιγόμενος από την υπερχειλίζονταν ευτυχίαν ο Βινίκιος δεν κατώρθωνε να της εκφράση σαφώς τι ησθάνετο. Αλλ' ούτε και αυτός ενόει τι ησθάνετο. Ησθάνετο όμως ότι μαζί με αυτήν ενεφανίζετο εις τον κόσμον μία νέα καλλονή, όχι μόνον έν άγαλμα, αλλά μία ψυχή.

Επήρα το ταψί μου, και να το αυτό είνε! βρίσκετ' ακόμα, ύστερ' από σαρανταοχτώ χρόνια». Εσηκώθη, ύψωσε την χείρα της εις το ράφι, και μου επαρουσίασε χάλκινον αγγείον παλαιόν, ολίγον τρύπιον εις την μίαν άκρην.

Εξερχόμενος δε εξόριστος από τας Αθήνας, ύψωσε τας χείρας εις τον ουρανόν, ουχί διά να επικαλεσθή την οργήν των θεών κατά των αχαρίστων συμπολιτών του, αλλά διά να ευχηθή διαρκή και μόνιμον ευτυχίαν εις την εξορίζουσαν αυτόν πατρίδα. « Είθε, είπεν, οι συμπολίται μου, ευτυχούντες πάντοτε, να μη αναγκασθώσι ποτέ να ενθυμηθώσι τον Αριστείδην! »

Εν μέσω δε της επελθούσης σιωπής, γυνή τις εκ του όχλου, εν ακαθέστω εκρήξει θαυμασμούσυνειθισμένη να σέβηται τους μακροχίτωνας Φαρισαίους, με όλα τα κράσπεδα και τα φυλακτήριά των, αλλ' αισθανομένη εις το βάθος της καρδίας πόσον υψηλά υπεράνω αυτών ίστατο ο Λαλώνύψωσε φωνήν και είπε προς Αυτόν. «Μακάρια η κοιλία η βαστάσασά Σε και μαστοί ους εθήλασας».

Εννοήσασα τον κίνδυνον η Πολύμνια, και μη επιθυμούσα να κάμη ακούσιον λουτρόν μέσα εις τα λιμναία χόρτα, ανεκάθισε ταχεία παρά την πρύμνην, και πάλιν υπεγερθείσα, ύψωσε το λευκόν μανδήλιόν της προς τους δύο συμπότας της μικρός καλύβης και συγχρόνως ήρχισε να φωνάζη· — Ε! μπάρμπα-Λούκα!

Θα υποσχεθής εκ μέρους μου εις τους δεσμοφύλακας όσον χρυσόν δύναται να σηκώση έκαστος εξ αυτών εις τον μανδύαν του. Ενώ ωμίλει το πρόσωπόν του είχεν αποβάλει την έκφρασιν της νάρκης, ήτις τω ήτο συνήθης· εντός του εξηγείρετο ο στρατιώτης και η ελπίς του απέδιδε την παλαιάν ενεργητικότητά του. Ο Ναζάριος ύψωσε τας χείρας κραυγάζων: — Είθε ο Χριστός να της αποδώση την υγείαν, διότι θα ελευθερωθή!

Ο λαός διψά εκδίκησιν. Θα πίη. Ο λαός θέλει αγώνας και αίμα· θα τα λάβη! Ο λαός σε υποπτεύεται. Αι υποψίαι του θα παρεκκλίνωσιν. Ενώ ωμίλει ο Τιγγελίνος, το πρόσωπον του αυτοκράτορος ήλλαζεν έκφρασιν κατοπτρίζον πότε μανίαν και πότε λύπην, πότε οίκτον και πότε επιδοκιμασίαν. Και ορθωθείς αίφνης ο Καίσαρ απέρριψε την τήβεννόν του, ύψωσε τας χείρας προς τον ουρανόν και έμενεν ούτω σιωπηλός.

Τότε ύψωσε την κεφαλή, στο γέρικο του αγκώνα 80 ακουμπιστός, και ρώτησε το γιο τ' Ατρέα κι' είπε «Πιος είσαι εσύ που περπατάς στα πλοία ομπρός μονάχος μέσα στης νύχτας την καρδιά, π' όλοι οι θνητοί κοιμούνται; Μην κάνα σύντροφο ζητάς; μην έχασες μουλάρι; Μίλαάφωνος μην προχωράςκαι πες μου, τι γυρέβεις85

Εκείνη ύψωσε προς αυτόν τους γαλανούς οφθαλμούς της, πλήρεις δακρύων, και απήντησε με φωνήν δυσδιάκριτον: — Ναι, ναι αυθέντα! Οι οφθαλμοί της, η χρυσή λυτή κόμη της και το τεταραγμένον πρόσωπόν της ήσαν τόσον ωραία, ώστε ο Πετρώνιος ησθάνθη συμπάθειάν τινα προς αυτήν. — Ποίος είνε ο εραστής σου; ηρώτησε δεικνύων τους δούλους.

Λέξη Της Ημέρας

αργογλιστρά

Άλλοι Ψάχνουν