Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 18 Ιουνίου 2025
Εξηγοράσθη κατόπιν το ορφανόν τέκνον, αλλ' ο τελευταίος εκείνος του πατρός ασπασμός ουδέποτε παρ' αυτού ελησμονήθη. Και ήσαν υγροί του γέροντος οι οφθαλμοί, η δε φωνή του έτρεμεν ενώ διηγείτο ταύτα. Αλλ' η πρόθεσίς μου δεν είναι ν' αφηγηθώ των άλλων την ιστορίαν. Δεν ηδυνάμην όμως, γράφων τα κατ' εμέ, να μη αναμνησθώ της γενικής τότε περί μας συμφοράς.
Οι οφθαλμοί της κουρασμένοι, σχεδόν έκαιον εκ της εντάσεως· η καρδία της εβροντοκτύπα εκ της ανυπομονησίας· η περιέργειά της, κορυφουμένη ένεκεν των εμποδίων, της έκοπτε την αναπνοήν· η χειρ της λυγερής επόνει τρυπωμένη επί των βόλων του χώματος κ' έτρεμεν ελαφρώς, απηυδηκυία υπό το βάρος του σώματος, χαλαρουμένου ολονέν.
Ο δε Μενέλαος ου μόνον προ της ύβρεως εθεράπευεν ως ανωτέραν αυτού την Ελένην, αλλά και ανακτήσας αυτήν έπειτα αιχμάλωτον και πάλιν εγυναικοκρατείτο. Τοιαύτην ούσαν ήκουε και την Κλυταιμνήστραν, και έτρεμεν αναλογιζομένη την εκδίκησιν αυτής η θυγάτηρ του Χρύσου.
Μετά πόσης ανυπομονησίας ανέμενον την επιστροφήν του νεαρού ζεύγους ο Κ. Μητροφάνης και ο Κ. και η Κυρία Πλατέα! Ότε δε επί τέλους επανήλθον, μετά πόσης χαράς ενηγκαλίσθησαν αλλήλας αι δύο αδελφαί, και πώς έτρεμεν εκ της συγκινήσεως ο γέρων πατήρ των! Άμα οι δύο σύγγαμβροι έμειναν μόνοι, είδον ο είς τον άλλον κατά πρόσωπον με βλέμματα εκφράζοντα αμιγή ευχαρίστησιν.
Τούτο όμως δεν την ετάρασσε, ούτε την ημπόδιζεν από το έργον της. Εγνώριζε καλώς ότι μόλις εξερχομένη εκείθεν εγίνετο πάλιν η ωραία και θελκτική μάγισσα, ως ο δράκοντας του μύθου, όστις πλησιάζων εις τον μαγευμένον καθρέπτην εκιτρίνιζεν ως το θειαφοκέρι, έτρεμεν, εκινδύνευε να χάση την ζωήν του, αλλά μόλις απεμακρύνετο εκείθεν, ανελάμβανε τας δυνάμεις του όλας.
Αλλ’ ενώ τους κατοίκους του άλλου κόσμου έτρεμεν ο Ποντίφηξ, πολύ τούτων φοβερώτεροι εχθροί ηπείλουν την εξουσίαν του και εκορυφούτο η κατ’ αυτού των Ρωμαίων καταφορά.
— Λίγεια, εψιθύριζεν ο Βινίκιος. Η λεκάνη έτρεμεν εις τας χείρας της κόρης, ήτις έστρεψε προς αυτόν μελαγχολικά βλέμματα. — Ειρήνη σοι! είπεν αύτη χαμηλή φωνή. — Λίγεια συ τους εμπόδισες να με φονεύσουν; . . . — Εκείνη απήντησε μετά πραότητος: — Ο Θεός να σοι αποδώση την υγείαν. Έν είδος απείρου και γλυκείας εξαντλήσεως τον κατέλαβεν.
Νεάνις τις ατημελώς ενδεδυμένη, λυσίκομος, ανυπόδυτος, εν εξάλλω ταραχή διατελούσα, εισώρμησεν εις το καπηλείον κράζουσα· — Σώσατέ με! Σώσατέ με! Οι δύο συμπόται ανωρθώθησαν αυτομάτως. Η νεάνις ήσθμαινεν, είχε το πρόσωπον κάτωχρον και έτρεμεν όλον το σώμα της. — Αϊμά, έκραξεν ο Σκούντας, αναγνωρίσας αυτήν, συ είσαι, Αϊμά;
Ο Μάρτης είνε πολύ υπερήφανος μην· δεν ήτο δυνατόν ν' ανεχθή αυτός τοιαυτήν ύβριν και μάλιστα από μίαν παληόγρηαν εκεί, η οποία πριν έτρεμεν ακούουσα το όνομά του· ήτο φοβερόν!
— 'Σου είπα δεν είν' εδώ· επέμεινεν ούτος οργίλως. Ο Δημήτρης έτρεμεν όλος. Πριν φθάση εις το κατάστημα είχεν ίδη τον κυρ Γιάννη εντός του γραφείου του. Φαίνεται ότι και ούτος τον είδε και, υποθέτων ότι επήγαινε να ζητήση το οφειλόμενον ημεροδούλι του, το έδωσεν εις τον υπηρέτην και αυτός εκρύβη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν