United States or Vanuatu ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· 220 «Πράγμ' είναι δύσκολ', ω γυνή, να σου τον παραστήσω, αφού καιροί μας χώρισαν, κ' ήδ' είν' είκοσι χρόνοι απ' ότε κείνος άφησε την γη την πατρική μου. αλλ' όμως θα σου τον ειπώτον νου μ' ως αναφαίνει. πορφυρήν χλαίναν δασερήν ο θείος Οδυσσέας 225 διπλήν εφόρει με χρυσήν περόνην, 'που 'χε δύο αυλούς διδύμους, κ' έμπροσθε τεχνούργημ' ήταν θείο· σκύλος ζαρκάδι παρδαλότα εμπροσθινά του εκράτει κ' εκύττα το 'που σπάραζε· και αυτό θαύμαζαν όλοι πώς, ενώ πλάσθηκαν χρυσοί, κυττά και πνίγει ο σκύλος 230 το ζάρκαδο, και αυτό σπαρνά τα πόδια, να του φύγη. χιτών' ακόμη του είδα εγώ λαμπρότατοντο σώμα, κ' εγυάλιζ' ως εις το ξερό κρεμμύδι επάνω η φλούδα· τόσ' ήταν κείνος μαλακός κ' είχε του ηλιού την λάμψι· γυναίκες τον εθαύμασαν πολλαίς οπού τον είδαν. 235 και εις άλλο ακόμα πρόσεχε· δεν ξεύρ' αν ο Οδυσσέας είχεν από το σπίτι του τα ενδύματα, 'που εφόρει, ή φίλος αν τα χάρισεν, ότ' έμβαινετο πλοίο, ή ξένος· ότι αγάπησαν πολλοί τον Οδυσσέα, επειδή μες τους Αχαιούς ολίγους είχε ομοίους. 240 κ' εγώ ξίφος ολόχαλκο και πορφυρήν χλαμύδα διπλήν ωραίαν του 'δωκα, και μακρυόν χιτώνα, και ως τ' εύμορφο καράβι του με σέβας τον επήρα. τον ακολούθα κήρυκας ολίγο ανώτερός τουτην ηλικίαν ως και αυτόν θα σου τον παραστήσω· 245 καμπούρης, μελαψός, σγουρός, κ' είχ' όνομα Ευρυβάτης· και αυτόν απ' τους συντρόφους του τιμούσ' ο Οδυσσέας εξόχως, ότι εταίριαζε μ' αυτόν εκείνου η γνώμη».

Ένας πόνος απέραντος με πνίγει, θα πεθάνω από τον καημό. Η καρδιά μου φουσκώνει, και τα κλάματα γίνουνται πλημμύρα μέσα στην ψυχή μου. Όχι! όχι! δεν πρέπει να κλαίω, να τη λυπούμαι. Κατεβαίνω τη σκάλα. Λέλα μου, είσαι συ; Είναι η Λέλα με τη γλυκειά της τη φωνή· να της πάλε που ανεβαίνει σαν και πρώτα. Να η αγγελοκαμωμένη, η πιο θεόμορφη απ' όλες. Ο κόσμος δεν είδε τέτοια κόρη.

Μου είπαν κάτου πως δεν είν' εδώ αυτή την ώρα. ΑΝΝΟΥΛΑ Όχι. Όταν έφυγε μας είπε πως πάει στο γραφείο του. Πάψη Περνά τη στιγμή αυτή από το νου μου η παλιά μου ζωή. Ποιά συγκίνηση πνίγει την καρδιά μου! Πόσες φορές στα ξένα δε θυμήθηκα όλες τις γωνιές του σπιτιού, που κάθε μια μου έκρυβε και μιαν ανάμνηση. Πόσες φορές δεν πεθύμησα τη μυρουδιά ενός ρόδου από τον κήπο μας.

Αν οπόταν παιθαίνη Πονηρός βασιλεύς Έσβυν' η νύκτα έν άστρον, Ήθελον μείνει ολίγα Ουράνια φώτα. Το χέρι οπού προσφέρετε Ως προστασίας σημείον Εις ξένον έθνος, έπνιξε Και πνίγει τους λαούς σας, Πάλαι, και ακόμα. Πόσοι πατέρες δίδουσιν, Όχι ψωμί, φιλήματατα πεινασμένα τέκνα τους, Εν ώ λάμπουντα χείλη σας Χρυσά ποτήρια!

Τι διάβολο, όλοι σ' αυτόν τον κόσμο δε θα είν' ευτυχισμένοι και πλούσιοι. ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ Α! κύριε Φιντή, πόσο άδικος είστε για μας. Όχι, να το ξέρετε καλά, όχι δεν είμαστε γεννημένοι εμείς για τη βασανισμένη αυτή ζωή. Η ανάγκη, η μεγάλη ανάγκη μας κάνει να την υποφέρουμε. ΦΙΝΤΗΣ Βλέπω πολλή φόρα παίρνεις. ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ Συχωρέστε με, κ. εργοστασιάρχη. Με πνίγει το δίκιο.

ΑΜΛΕΤΟΣ Ωιμένα! πεθαίν', Οράτιε· το σφοδρό φαρμάκι πνίγει το πνεύμα μου· δεν θε να ζήσ' όσο να μάθω τα νέ' απ' την Αγγλίαν· μόνον προφητεύω ότιτον Φορτιμπράς η εκλογή θα πέση· έχει από εμέ την επιθάνατην φωνήν μου· ειπέ του αυτό και ακόμη τα μικρά μεγάλα συμβεβηκότα, 'πώχουν σπρώξη — ό,τι απομένει είναι σιωπή.

Είναι η ανάγκη για σένα, που με σφίγκει και με πνίγει, έτσι να.,, Και όμως ζω σα σε όνειρο. Τα τριγύρω οράματα του ουρανού, της θάλασσας και της γης αλάζουνε κάθε μέρα. Μόνο το καράβι μας μένει το ίδιο, και δεν μπορεί κανείς να μου βγάλει την ιδέαν ότι αποτελεί το κέντρο του κόσμου.

Τώρα δε αφού τον εκαβαλίκευσε και τον κρατή μεταξύ των σκελών του, επέρασε τον βραχίονα του κάτω από τον λαιμόν του και τον πνίγει τον δυστυχή, αυτός δε τον κτυπά ελαφρά εις τον ώμον τον παρακαλεί, υποθέτω, να τον αφίση, διά να μη πνιγή εντελώς.

ΜΙΡ. Αφού με την τέχνη σου, πατέρα μου υπεράκριβε, έφερες τάγρια νερά σε τόση ταραχή, εσύ ταπείνωσέ τα· ο ουρανός δείχνει πώς θα χύση ανυπόφορη πίσσα, μόν' η θάλασσ' ανεβαίνει ως την όψη του στερεώματος και πνίγει τη φλόγα. Ω! τους είδα, και επόνεσα με τους πονεμένους! ένα ωραίο καράβι, που είχε βέβαια μέσα του κάποια αξιόλογα πλάσματα, κατασυντριμμένο!

Φουσκώνει ο πόνος, πέλαγο γίνεται και με πνίγει, βράχος άψυχος έγινα και τα βαστώ τα τόσα του κύματα, που με δέρνουνε, με δέρνουν, και να με λυώσουνε δε μπορούν. Τα παιδιά μου τα συνεπήρε η οργή τους, και γω ορθοστέκουμαι ακόμα και ζω κι ανεσαίνω μέσα στη φοβερή τη φουρτούνα. Αχ, Αρετούλα μου, Αρετούλα! Τι όνειρα να λογιάζης μέσ' απ' το ξενιτεμένο σου στρώμα!