Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 14 Ιουλίου 2025


Μετά τας ημέρας ταύτας της αγάπης και της αδιαλείπτου εργασίας, ο Ιησούς, ως εσυνήθιζεν, εύρε την ειρήνην εν τη προσευχή. «Εξήλθεν εις το όρος προσεύξασθαι», και διήγαγεν όλην την νύκτα εν προσευχή τω Θεώ. Υπάρχει τι το αμέτρως τρυφερόν και συγκινητικόν εν τη σκέψει των ωρών εκείνης της μοναξίας.

Και η Ελένη παρατηρήσασα ότι εσχηματίσθησαν όλα τα μαύρα σκωληκάρια, ενέθηκεν εκεί τρυφερόν φύλλον, εκόλλησαν όλα επ' αυτού, κινούμενα υπό της λαιμάργου ορμής προς το φαγητόν και ούτως η κόρη έθεσεν αυτά εις μεγαλείτερον ταψίον, όπερ ετοποθέτησεν επί καθέδρας, τους τέσσαρας πόδας της οποίας εστήριξεν εντός στάκτης, ίνα μη δύνανται οι μύρμηκες ν' αναβώσι και πνίξωσι τους μικρούς σκώληκας τους οποίους δεινώς καταδιώκουσι.

Το έν χαιρετά το αναγεννώμενον Πνεύμα διά των μαρμαρυγών του· το έτερον περιθάλπει μετά στοργής το τρυφερόν σώμα, και αποθέτει την ασθενή του θωπείαν. Το έν παρέχει το πρώτον ουράνιον φως· το έτερον παρέχει το πρώτον επίγειον θάλποςαδελφωμένα, το ελάχιστον μετά του μεγίστου, το άχυρον μετά του αστέρος!

ΔΩΡ. Αλλά δεν σκέπτεσαι και τι σίχαμα είνε αυτός που κοιμάσαι μαζή του; Εξ άπαντος τα πενήντα τα έχει περάση, είνε καραφλός και το πρόσωπο του έχει το χρώμα του κάβουρα. Αλλά δεν βλέπεις τουλάχιστον τα δόντια του; Χαριτωμένος άνθρωπος μα τους Διοσκούρους, μάλιστα όταν τραγουδή και θέλη να κάμη τον τρυφερόν• γαϊδούρι σωστό που γκαρίζει.

Η λέξις εκείνη, με τον καταπληκτικόν εκείνον αλλά και τρυφερόν τόνον της θείας φωνής, εισέδυ εις την καρδίαν της.

Ο Δημήτρης επλησίασε μετά δειλίας, φοβούμενος μήπως και ο νεκρός σηκωθή και τον αποδιώξη, εγονυπέτησε κ' εφίλησε μετά κατανύξεως το χώμα του τάφου. — Ο Θεός σχωρέσει, αδερφέ εψιθύρισε. Και ητένισε τον τάφον με βλέμμα τόσον τρυφερόν οποίον δεν έρριψε κανείς άλλος άνθρωπος επί τάφου. Ο Δημήτρης εζήλευε πολύ τον άγνωστον εκείνον ο οποίος τόρα ανεπαύετο εκεί, μακράν του κόσμου και των παθών του.

Αλλ' αίφνης το κατηφές πρόσωπόν του εστολίσθη μ' έν μειδίαμα γλυκύ και τρυφερόν ως στολίζεται η δύσις μ' έν χρυσούν συννεφάκι ως βέλο παρθενικής κόρης. Κινεί τα χείλη του ο λευκός γέρων θέλει να παραστήση της χαράς του το φάντασμα τούτο, πλην η φωνή του πιάνεται βαθειά εις τον λάρυγγα.

ΡΩΜΑΙΟΣ Τόσον μ' ετρύπησε βαθειά με τα σκληρά του βέλη, που να πετάξω δεν 'μπορώτα ελαφρά πτερά του. το βάρος της αγάπης μου το στήθος μου πλακόνει. ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ Ρίξου επάνω της εσύ, να πλακωθή εκείνη. Τέτοιον παιδάκι τρυφερόντο βάρος σου θ' ανθέξη; ΡΩΜΑΙΟΣ Εσύ τον έχεις τρυφερόν; Σκληρός ο Έρως είναι, είναι στρυφνός κι’ ανάποδος, κεντά σαν το αγκάθι.

Και ουχ ήττον έμεινες ευχαριστημένος, ολιγαρκής και κυριευόμενος υπό αυταρέσκου νάρκης, ομωνύμου με το τρυφερόν εκείνο άνθος, το οποίον εζήτει μεν από σε, έλαβε δε από τον φίλον σου η Πολύμνια.

Λέξη Της Ημέρας

συμπάθα·

Άλλοι Ψάχνουν