Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 16 Ιουνίου 2025
Ο γραμματικός έσχε τον νουν να παρατηρήση και την ειλικρίνειαν να ομολογήση ότι η απόκρισις του Ιησού ήτο πλήρης σοφίας. «Διδάσκαλε αληθή είπας ανέκραξε». Ο Ιησούς επεδοκίμασε την ειλικρίνειάν του και είπε προς αυτόν νουθετών και ενθαρρύνων άμα ότι, δεν ήτο μακράν από της βασιλείας των ουρανών.
Κυττάζει προς τον ουρανό, σαν να εύχεται, σαν να καταριέται . . . η καϋμένη η μαννούλα μου! . . . Ποιος να της τώλεγε, πως θα μας ξαναϊδή πάλι! . . . Υψώσασα δ' αίφνης την φωνήν της, ως να ελησμόνησεν, ως να ήτο μόνη, ανέκραξε: — Μη, μαννούλα μου! Δεν κάνει να καταριέσαι. Να εύχεσαι, μαννούλα μου, και να μη καταριέσαι, καθώς είπεν ο Χριστός μας.
Ο γέρων εστράφη, και ιδών έμπροσθέν του ένα άγνωστον, ανέκραξε: — Τι; Ποίος είσαι; — Απόστολος Παύλος, ο Ταρσεύς. — Είμαι κατηραμένος . . . Τι θέλεις; Ο Απόστολος απεκρίθη: — Θέλω να σε σώσω. Ο Χίλων εστηρίχθη επί δένδρου. — Δι' εμέ δεν υπάρχει πλέον σωτηρία! είπε με ασθενή φωνήν. — Δεν ηξεύρεις λοιπόν ότι ο Θεός εσυγχώρησε τον μετανοήσαντα ληστήν; ηρώτησεν ο Παύλος.
Η όλη παρουσία της εμαρτύρει πάλην φοβεράν, και τρόμον και αισχύνην. Η μήτηρ μου ηγέρθη αμέσως, εκάλυψε με τας χείρας τους οφθαλμούς και ανέκραξε μετά φρίκης : Α ! οι Τούρκοι, οι Τούρκοι ! Και αρπάσασα τας θυγατέρας της έσυρεν αυτάς εις την αγκάλην της.
Ο Νέρων ύψωσε τους βραχίονας εις τον ουρανόν και ανέκραξε: — Δυστυχία σου, αγιωτάτη πόλις του Πριάμου! . . . Ο Βινίκιος μόλις επρόφθασε να διατάξη δούλους τινάς να τον ακολουθήσουν, και πηδήσας επί του ίππου, ώρμησεν εν μέσω του σκότους διά των ερημικών οδών του Αντίου διευθυνόμενος εις Λαυρέντον. Η τρομερά είδησις τον είχε ρίψει εις είδος τι τρέλλας.
Ότε ο ήλιος ανέτειλεν, εφορτώθημεν τους κοφίνους εκ νέου και εξηκολουθήσαμεν τον δρόμον μας, εισήλθομεν δε άνευ δυσκολίας εις το χωρίον κατηυθύνθημεν προς την οικίαν του Ζενάκη. Δεν έκρυψεν ούτος την ευχαρίστησίν του ότε με είδεν εις την αυλήν του. ― Καλώς τον, ανέκραξε ! Τα εκαταφέραμεν λοιπόν χωρίς να σκαλώσωμεν ; Και ιδών όπισθεν μου τον Γιάννην με ηρώτησε τις είναι.
Συνηντήθημεν εις την θύραν. ― Την εγλυτώσαμεν, φίλε μου ! ανέκραξε φαιδρώς άμα με είδεν. Αλλ' η έκφρασις του προσώπου του μετεβλήθη διά μιας, ότε παρετήρησε την ταραχήν μου, και ταπεινώσας την φωνήν με ηρώτησε : ― Πώς είναι επάνω; Δεν απεκρίθην, αλλ' έσεισα την κεφαλήν. ― Θα ετρόμαξε με τους Τούρκους. Φεύγουν τώρα, φεύγουν, και την εγλυτώσαμεν.
Η δε Ιωάννα ανεμνήσθη του ονείρου της και των ελπίδων, υφ' ων κατείχετο, ότε εισήλθεν εις το κοινόβιον εκείνο, όπου εύρε μόνον ανίαν, βιβλία παλαιά και σκέψεις οχληράς. «Λιόββα! Λιόββα! πότε θέλεις εκτέλεσει τας υποσχέσεις σου;» ανέκραξε τέλος, σείουσα τας κιγκλίδας της φυλακής της μετ' απελπισίας.
Ανεκάθισεν ιδρωμένος εις το στρώμα του, ενώ δ' έσφιγγε περί το μέτωπον το εν τη αγωνία του ονείρου λυθέν μανδήλιον, έλαβεν απόφασιν ηρωικήν. — Θα την πάρω, ανέκραξε! Το χρεωστώ εις τον σωτήρα μου. Πρέπει να εκτελέσω το καθήκον μου, να καθησυχάσω την συνείδησίν μου!
— Όλα λοιπόν, είπε καθ' εαυτόν, όλα θα μου έρχωνται ανάποδα! — Και ποίος είναι αυτός σου ο γαμβρός; υπέλαβεν η εξαδέλφη μετά τινας στιγμάς σιωπής, χωρίς να διακόψη την εργασίαν της. — Ο Κύριος Πλατέας. Η εξαδέλφη έπαυσε διά μιας το ράψιμον και ύψωσε προς τον Λιάκον τους οφθαλμούς, πλήρεις φαιδράς εκπλήξεως. — Ο Κύριος Πλατέας! ανέκραξε. Και ήρχισε να γελά, να γελά!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν