Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025
Ο κόμης Ριόλ είχε στήσει το στρατόπεδο του τρία μίλλια μακρυά από το Κάρχαιξ κι' από πολλές ημέρες οι άντρες του Δούκα Χόελ δεν τολμούσαν πεια να περάσουν της πόρτες να τον χτυπήσουν. Όμως την άλλη μέρα κι' όλα, ο Τριστάνος, ο Καερδέν, και δώδεκα νεαροί ιππότες βγήκαν από το Κάρχαιξ, φορώντας τους θώρακας και της περικεφαλαίες, και κάλπασαν κάτω από το δάσος των ελάτων μέχρι της εχθρικές σκηνές.
Ακούτε κει να κάθουμαι τόση ώρα να φιλονικώ με τους Διόνυσους και ναραδιάζω φιλοσοφίες, χωρίς να το καταλάβω απαρχής πως αφτά είναι προσωπικά! Και βέβαια. Τίποτις άλλο. Από τη στιγμή που ο Παλαμάς έγραψε για το Γιαννίρη ένα άρθρο, και που τον είπε πως είτανε το μυθιστόρημα της ελληνικής ψυχής, αμέσως βγήκαν οι Διόνυσοι στη μέση, κι αμέσως η δημοτική έγινε μισή γλώσσα.
Έπαψαν τα τραγούδια και τα όργανα. Βγήκαν ξοπίσω στους φαντάρους οι πιο περίεργοι, να μάθουν. Ο Γιάνης μέσα, φοβισμένος μη λάχη και κοπή και χαλάση στη μέση η διασκέδαση για το τίποτα, και «δε βγάλουμε και μεις το πετρέλαιο», καθησύχαζε τον ταραγμένον τον κόσμο· — Τίποτ' αδερφέ! Μπιτ τίποτε! Εκουβάλησαν μια σκάλα, ακούς, να μου σπάσουν τα τζάμια. Βέβαια! Έχομε τα μπόλικα καπτάλια, βλέπεις!
Πούνε τα μπερικέτια τα παληά; Πάει, πέθανε το νησί μας, ξεψύχησε. Βγήκαν τα σκουλήκια να το φάνε. Ανθρώπινα σκουλήκια. Όλο τρώνε κι' όλο πεινάνε... Ο Γερο-Τρακοσάρης πέρασε από κάτω απ' το γιαλό, πήρε τον απάνω δρόμο και χάθηκε πίσω από τα μαγαζιά, δίχως να γυρίση να κυττάξη από τους καφενέδες. Ήξερε πως μ' όλα τα καλοπιάσματα τούψαλαν από πίσω όσα παίρνει η σκούπα. «Δεν πάνε να λένε! έλεγε.
Οι σπαθισμένες κολλώνες του, έλεγες πως στήριζαν τον ουρανό. — Δε σου φαίνεται πως και τα δυο βγήκαν απ' τον ίδιον τεχνίτη ; ρώτησε η κόρη το Δημητράκη, δείχνοντας τα χαλάσματα και το παλάτι της Πεντάμορφης. — Ναι· μοιάζουνε σαν πατέρας με παιδί, είπε κυττάζοντάς τα στοχαστικά. Αχ, πώς ήθελα να σκότωνα τον πατέρα! πρόσθεσε άξαφνα. Να μπορούσα να τον σκότωνα!
Η υπηρέτρα με τη Μαριάνθη βγήκαν από το δωμάτιο με τες γίδες και με τα κατσίκια, κι' η γριά σηκώθηκε, πήγε στο ντουλάπι, πήρε το μισοκάρικο το παγούρι, που είταν γεμάτο ρακί, και τώδωκε στον παπά, κατέβασε και το κανίστρι με τα καφοκούτια από τ' αράφι κι' όσο να φκιάση τον καφέ για τον παπά, με το ζεστό το νερό, που είταν παραστιάς έτοιμο στο χαλκούτσι, γύρισαν από τη δουλειά η Μαριάνθη με την υπηρέτρα και κάθησαν κι' αυτές γύρα στη φωτιά.
Η Νοέμι φοβήθηκε εκείνη τη φωνή και το αίσθημα αξιοπρέπειας την επανέφερε στην τάξη. Της φάνηκε ότι οι γείτονες βγήκαν για ν’ ακούσουν το χάλι της. «Έλα μέσα, Πρέντου. Θα σου τα πω όλα.» Κι εκείνος μπήκε στο σπίτι που το κατώφλι του είχε να το περάσει είκοσι χρόνια.
Οι δικοί μου δεν βγήκαν σωστοί, οι δικοί σας βγήκαν. Αυτή είναι η μόνη διαφορά, σερ, μεταξύ μου και του επισκέπτη μου. Αλλά, σερ, θα σας πω κάτι, που σ' αυτό πέτυχα ίσαμε το τέλος. Αποφάσισα σ' όλη μου τη ζωή να κρατήσω τη στάση ενός τζέντλμαν και πάντα την κράτησα αυτή τη στάση. Ακόμα την κρατώ. Είναι συνήθεια σ' αυτόν τον τόπο οι κάτοικοι κάθε κελλιού να το σκουπίζουν με τη σειρά του ο καθένας.
Νάτος ο ήλιος που έπεσε και πάει να βασιλέψη, Νάτα που ισκιώσαν τα ριζά και δροσερεύει ο κάμπος. Ο ήλιος 'χάθη ολότελα και τα βουνά σουρπώσαν, Θόλωσαν τ' ανοιχτά νερά κι' απάνου βγήκαν τ' άστρα. Διπλά ανασαίν' η αργατιά κι' απαρατάει το έργο, Κ' εκεί που κληματόβεργες κι' από παλιούρια φράχτες Καλύβι ολόρθο πλέκουνε, δείπνον απλό κυκλώνουν, Και τον απλό το δείπνο τους φωτάει θαμπό λυχνάρι.
Β’ ΑΝΗΡ Και ο χοροδιδάσκαλος Καλλίμαχος θα φέρη απ' τον Καλλία πλειότερα νομίζεις να προσφέρη; Τι λες εκεί! ο άνθρωπος το βιος θα χάση τώρα! Α' ΑΝΗΡ Κακά μιλείς! Β' ΑΝΗΡ γιατί κακά; Δεν είδες ως την ώρα πως όλα τα ψηφίσματα τραβούν τον ίδιο δρόμο; εξέχασες τι έγινε στου αλατιού το νόμο; Α' ΑΝΗΡ Α, βέβαια. Β' ΑΝΗΡ Κ' εξέχασες και τάλλα τα ψηφίσματα, που βγήκαν για τα χάλκινα και κάλπικα νομίσματα;
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν