Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 19 Μαΐου 2025


Όπου να είναι, έρχεται κι ο αφεντικός. Κανένας δεν τα πήρε χαμπάρι τα που γένηκαν. Αστροπελέκι έπεσε, και τονε σκότωσε το Γιωργή μου. Τονε θάψαμε τ' απομεσήμερο. Σα γύρισα σπίτι, δεν μπορούσα πια να μείνω μέσα τη νύχτα. Όλα τα φαντάσματα τάβλεπα γύρω μου. Ήθελα να πάρω τα μάτια μου και να φύγω. Με φοβήθηκε τότες ο γέρος, έρριξε στον ώμο του το δισσάκι, και με πήρε μαζί του.

Αμ' δε, είπε ο ψαράς, κουνώντας το δασωμένο από γένεια κεφάλι του. Σούνε μιαν αντάρα αυτή, σούνε μιαν αντάρα! Τη φοβήθηκε το μάτι μου αυτή την καταχνιά. Έχω είκοσι χρόνια τόρα που τη γνωρίζω. Να μη βάλη το ποδαράκι της... Τόρα δα δε το Γεννάρη, και βδομάδα κάνει να σηκωθή. — Περίεργο! αυτή η λίμνη, δυο κουταλιές νερό! έκαμε ο μηχανικός. — Όπως ντέση, κυρ μηχανικέ, όπως ντέση.

Τότε φοβήθηκε και σκέφτηκε να γυρίσει στο χωριό, αλλά για πολλή ώρα τη νύχτα δεν μπορούσε να κινηθεί, αδύναμος, σαν να είχε χάσει αίμα. Κρύος ιδρώτας του έλουζε όλο το κορμί. Την αυγή ξεκίνησε.

Πείτε, με το χέρι στην καρδιά, σας τα έδωσα εκείνα τα χρήματα ή όχι; Ο φίλος μου απάντησε: ναι. – Τότε ο λιμενάρχης είπε: Ας προσπαθήσουμε να διορθώσουμε την κατάσταση. Εγώ δεν θέλω την καταστροφή σας. Ελάτε σπίτι μου, να η διεύθυνσή μου. Ελάτε αύριο και μαζί θα πάμε στους ανωτέρους σας. –Εντάξει! Την άλλη μέρα όμως ο φίλος μου δεν πήγε. Φοβήθηκε. Φοβήθηκε.

Θαρρώ και πως μείδε κίσως για να μαποφύγη μες στο χωριό, πήρε ένα πλάγιο δρόμο. Εγώ γύρισα πίσω και βιαστικά προχώρησα έξω από το χωριό. Κεπειδή καταλάβαινα προς πού θα πήγαινε και ποιό δρόμο θάπαιρνε, προσπέρασα, μπήκα σένα παράστρατο κεκεί την περίμενα. Σε λίγο φάνηκε κιόταν ξαφνικά μείδε σαπόσταση, στάθηκε, είτε από συγκίνηση, είτε γιατί φοβήθηκε να μη τη δουν μαζή μου.

Ακόμη και η γυναίκα φοβήθηκε από την ερημιά και τον ξαφνικό θάνατο. Έβαλε τα κουτιά επάνω στο κεφάλι της και είπε: «Πρέπει να φύγω. Θα ειδοποιήσω το γιατρό στο ΝούοροΚι έτσι ο Έφις απόμεινε μόνος, ανάμεσα στον ετοιμοθάνατο και στον τυφλό. «Ο σύντροφός μου υπόφερε από καρδιά», έλεγε ο ζητιάνος. «Τις τελευταίες ημέρες ήταν άρρωστος, αλλά κανείς δεν το πίστευε.

Αλλά τόσον είχε κυριευμένο το πνεύμα της μητέρας μου ο φόβος της αρρώστειας του Βαγγελιού, ώστε δεν την αφήκε να σκεφθή τίποτε άλλο κιαπό τα πειο πρόχειρα και τα πιθανώτερα. Και φοβήθηκε από κάθε άλλη αυτή την αρρώστεια, γιατί προ λίγης ώρας ήμουν κοντά στη χτικιασμένη. Στις επαρχίες της Κρήτης σε κείνη την εποχή γιατροί δεν ήσαν, παρά μόνον πραχτικοί.

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν