Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 19 Σεπτεμβρίου 2025


Ένα οργανέτο έπαιζε ακόμα μπροστά στο καφενεδάκι, τελειώνοντας βιαστικά κάποιο σκοπό παληάς όπερας, που ξυπνούσε, μέσα στο σύθαμπο του δειλινού, ξεθωριασμένους πόνους. — Κάνετε τόπο, ρε παιδιά, να σηκώσωμε τον άνθρωπο. Θα μας μείνη στα χέρια... Ακούστηκε μια φωνή παρακαλεστική και τρομασμένη μαζί. — Δεν είνε τίποτα. Μην κάνετε έτσι.. είπε ο χτυπημένος. Η φωνή του όμως ήτανε πνιγμένη κι' αδύνατη.

Η γρηά είχε καλά μαντέψει, πως ήταν ένας κορδελιέρος με τα φαρδομάνικα, πούκλεψε τα χρήματα και τα κοσμήματα της Κυνεγόνδης στην πόλη Βαλδαγιός, όταν φεύγανε βιαστικά με τον Αγαθούλη. Αυτός ο καλόγερος θέλησε να πουλήση μερικά πετράδια σ' έναν έμπορο. Ο έμπορος ταναγνώρισε, πως ήτανε του μεγάλου Ιεροξεταστή.

Γύρο ανοίγματα σκεπασμένα με καταπετάσματα της εποχής, μονόχρωμα, στολισμένα με μεγάλα τετράγωνα που έχουν χρώμα διαφορετικό. Στους τοίχους μωσαϊκά με πουλιά και καρπούς. Ο Καίσαρ Μαξιμιανός Γαλέριος, στεφανωμένος με τριαντάφυλλα, φαίνεται κουρασμένος. Οι Κουβικουλάριοι, όλοι έφηβοι, στεφανωμένοι με κισσό και ντυμένοι λευκά μακρόσυρτα ιμάτια, πηγαινοέρχονται βιαστικά.

Και τους μεν νεωτέρους διέταξε να εξέλθουν από τας τάξεις και να τρέξουν προς όλα τα απειλούμενα μέρη, αυτός δε έχων τριακοσίους λογάδας απόφασιν είχε να υποχωρήση τελευταίος, ανθιστάμενος σταθερώς κατά των πρώτων, που θα επετίθεντο. Πριν δε πλησιάσουν οι εχθροί παρεκίνει βιαστικά, και ενεθάρρυνε τους στρατιώτας του με την εξής προσφώνησιν: 126.

Επί αρκετήν ώραν επλανάτο εις τα Λειβάδια, χωρίς να βλέπη τίποτε εκ των γύρω του συμβαινόντων και χωρίς ν' ακούη· και εβάδιζεν οτέ μεν σιγά οτέ δε βιαστικά, αναλόγως της σφοδρότητος των αισθημάτων και των διαλογισμών του· αυτομάτως δε έφθασεν εις το αλώνι όπου την ώραν εκείνην «ελίχνιζεν» ο Σαϊτονικολής.

Άνοιξε βιαστικά την πόρτα του γραφείου του και βγήκε στην ταράτσα. Κάτω στο χτήμα του αξίνες έλαμπαν σαν ασημένια φύλλα και χώνευαν στο χώμα πεισματικά σα να το πρόσταζαν: δώσε! Σκαφτιάδες έσκαφταν τους σωρούς, έχωναν τους λάκκους, ίσαζαν τα χαντάκια της ανασκαφής, με τραγούδια και γέλοια. Ένας μηχανικός μετρούσε τη γη κ' οι βοηθοί του φύτευαν νέα δεντρικά στη γραμμή και σε ωρισμένη απόσταση.

Αυτά 'πε, και ανεχώρησετα δώμα του Οδυσσέα. 715 και αυτήν ο πόνος έζωσε σκληρός, και δεν εμπόρει πλειά να καθίσητο θρονί,—κ' ήσαν πολλάτο σπίτιαλλάτου τεχνικώτατου θαλάμου το κατώφλι εκάθισε δακρύζοντας πικρά, και η δούλαις όλαις, η νηαίς ομού και η παλαιαίς, τριγύρω εσιγοκλαίαν. 720 κ' εκείνη κλαίοντας πυκνά ταις είπε- «Αγαπηταίς μου, ακούτε• πάθη περισσά εμένα έδωκε ο Δίας, απ' όσαις εγεννήθηκαν μ' εμέ και ανατραφήκαν• π' άνδρα λαμπρόν πρώτ' έχασα, λεοντόκαρδον και μέγανόλα τα προτερήματα, 'ς των Δαναών τα γένη, 725 'πουτην Ελλάδα η δόξα του και 'ς τ' Άργος μέσα εβγήκε. και τώρα το μονάκριβον ο άνεμος μου πήρε άδοξ' από το σπίτι μου, ούδ’ ένοιωσα 'που εβγήκε. σκληραίς, και δεν ευρέθηκε μέσ' από σας καμμία, ενώ τα ηξεύρετε καλά, να 'λθη να μ' εξυπνίση, 730 την ώρα 'π' αυτός έμπαινετο βαθουλό καράβι• και αν το ταξείδι εγνώριζα πως μελετούσε κείνος, δεν έφευγε, τον πόθο του και ας είχε εις το ταξείδι, ή εμένα εδώ θε ν' άφινετο σπίτι απεθαμένη. αλλ' ας μου κράξουν βιαστικά τον γέρο το Δολίο, 735 τον δούλο, 'π' όταν ήλθα εδώ μου 'δωκεν ο πατέρας, και μου τηρά το σύδενδρο κηπάρι, και να τρέξη, για να καθίση και να ειπή τούτ' όλα του Λαέρτη, 'ς τον λογισμό του ίσως αυτός κάποιαν βουλήν υφάνη, εις τους λαούς ερχόμενος για να κλαυθή, πως θέλουν 740 εκείνου και του Οδυσσηά τον γόνο ν' αφανίσουν».

Διά τούτο κατεγίνοντο βιαστικά να οικοδομήσουν το τείχος αφήνοντες πυλίδας και κρυφίας εισόδους, διά να εισαγάγουν τους πολεμίους και διότι ήθελαν όλα να είναι τελειωμένα διά την κατάλληλον ευκαιρίαν.

Οι μεν λοιπόν Πελοποννήσιοι μόλις επήλθεν η νυξ βιαστικά εξεκίνησαν εις τα ίδια παραπλέοντες την παραλίαν· και μετακομίσαντες τα πλοία των άνωθεν του ισθμού της Λευκάδος, ίνα μη παραπλέοντες γίνουν ορατοί, ανεχώρησαν.

Λέξη Της Ημέρας

ποδηγετεί

Άλλοι Ψάχνουν