United States or Haiti ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πώς! για μια νύχτα είταν όλη η ευτυχία του γάμου της κόρης της; Να την δη νυφούλα, όσο βλέπει κανείς την αστραπή; Όλα βιαστικά, όλα γρήγορα, όλα παράξενα.

Μετ' ολίγον έφθασαν και οι Αρκάδες σύμμαχοι. Έστειλαν μήνυμα επίσης εις την Κόρινθον, εις τους Βοιωτούς, εις τους Φωκείς και εις τους Λοκρούς προσκαλούντες να σπεύσουν, βιαστικά εις την Μαντίνειαν.

Φθάσαντες δε ούτοι πρώτον εις την Μακεδονίαν ευρίσκουν τους προ αυτών αναχωρήσαντας χιλίους κυριεύσαντας ήδη την Θέρμην και πολιορκούντας την Πύδναν. Στρατοπεδεύσαντες δε και αυτοί επολιόρκουν την Πύδναν, έπειτα όμως, επειγόμενοι να φθάσωσιν εις Ποτείδαιαν όπου ήτο ήδη ο Αριστεύς, συνομολογήσαντες συμφωνίαν και συμμαχίαν βιαστικά προς τον Περδίκκαν, ανεχώρησαν εκ της Μακεδονίας.

Ροβόλησαν τον κατήφορο βιαστικά βιαστικά, και χωρίς να το νοιώσουνε βρεθήκανε ολόμπροστα στο χωριό. Τα παρατηρούσε όλα ο Παυλής μ' αχόρταγη δίψα.

Και τα μεν πλοία ανεχώρησαν ταχέως εκ της Ζακύνθου, κατά την παραγγελίαν του Δημοσθένους· οι δε Λακεδαιμόνιοι παρεσκευάζοντο να προσβάλουν το τείχος κατά γην και κατά θάλασσαν, νομίζοντες ότι ευκόλως θα εκυρίευαν κτίριον το οποίον κατεσκευάσθη βιαστικά και εφυλάσσετο από ολίγους ανθρώπους.

Πώς διο μουλάρια βάζοντας τα δυνατά τους σέρνουν 742 ή καραβόξυλο ή χοντρό οχ τα βουνά δοκάρι σε μονοπάτι ανόμαλο, και λύνεται η καρδιά τους ενώ τραβούν και βιάζουνται λαχανιστά δρωμένα· 745 σαν έτσι οι διο τους βιαστικά το σώμα κουβαλούσαν.

Την ώραν που επήγαν τα βιολιά κ' έφεραν τον κουμπάρον έμπροσθεν της πατρικής οικίας του γαμβρού, ο Γρηγόρης, μη έχων τίνα άλλον να ερωτήση, ηρώτησε κρύφα τον Στάθην, όστις στολισμένος συνώδευε με πολλούς εκ των καλεσμένων τον κουμπάρον, ελθόντα να παραλάβη τον γαμβρόν· — Η χίλιες δραχμές, τι γίνονται; — Θαρρώ πως της έδωκεν ο Θανάσης της Αφέντρας, απήντησε βιαστικά ο Στάθης.

Τη δουλειά του ; τον έκοψε ο Πέτρος τάχα φουρκισμένος. Τη δουλειά του κυττάει; Τι λες αφέντη! Δε ρίχνεις μια ματιά στο χτήμα του να ιδής; — Το ξέρω· κάνει ανασκαφές. — Ανασκαφές! κάνει ανασκαφές! Και το λες τόσο ήσυχα! Δε ρωτάς λοιπόν να μάθης γιατί τις κάνει τις ανασκαφές ; — Να ξεθάψη τα χτίρια των παππούδων του· τι μ' αυτό; — Και να θαμπώση τον κόσμο· επρόσθεσε βιαστικά ο χωριάτης.

Έβγαλε βιαστικά το καπέλλο του, έκαμε το σταυρό του, κατέβηκε κι ακολούθησε τη λιτανεία με κεφάλι σκυφτό, παραπατώντας σαν υπνοβάτης. — Τη υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια!.. ¦ εχύθηκε μελωδική η φωνή των παπάδων. Κ' η λιτανεία τράβηξε πάλι το δρόμο της. Δεν πέρασε πολλή ώρα κι ο Τσαϊπάς αιστάνθηκ' ένα χέρι να περνά στο μπράτσο του και δυο μάτια να τον κυττάζουν παράξενα και περιγελαστικά.

»Ανάμεσ' από τους πυκνοφυτεμμένους γύρω κορμούς των δέντρων σαστισμένες οι νύμφες του ρουμανιού προσπερνούν βιαστικά με θορυβώδεις φωνές. »Και σάτυροι προβαίνουν μ' ελαφόδερμα ντυμένοι και στεφανωμένοι με κισσό. Και στις κεράτινες μορφές τους παράξενη ζωγραφίζεται λύπη. »Η Λαίλαψ ξαπλωμένη χάμου δείχνει με το λαχάνιασμά της τη γοργή περπατησιά του θανάτου.