Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 19 Σεπτεμβρίου 2025


Δεν έβλεπε τίποτα γύρω της, δεν άκουε τίποτα. Ο μαγνήτης ήταν εκεί και το δυστυχισμένο ψίχαλο, έτρεχε να κολλήση απάνω του. Άπλωσε η δούλα τα χέρια σαν σε δέηση, έπειτα χύθηκε όλη στο πιάνο, άρπαξε μια φωτογραφία, την κόλλησε βιαστικά στα χείλη της και χάθηκε από την σάλα. — Δόξα μου! τιμή μου! κορώνα μου. Η κυρία Μαχαλά απολιθώθηκε. Ούτε μιλιά έβγαλε ούτε κουνήθηκε. Σπασμός της ήρθε.

Ακούεται κ' η φωνή της μάνας, οπώδενε τ' άλογο στον ταβλά. Και σύνωρα, πατήματα βιαστικά ανεβαίνουν τα σκαλοπάτια του απάνου σπιτιού. Ο Λάμπρος χάνει με μιας όλες τες προτερινές σκέψες του, τραβιέται αλλαξοπρόσωπος από το παραθύρι και πάει κατά την πόρτα. Μες το πρώτο σκαλοπάτι απαντάει το γιο του ανεβασμένον.

Τότε με μιας η κάμαρα σκοτείνιασε και πάλι· κ έκραξε αυτός τους δούλους του, που ύπνο βαρύ εκοιμώνταν «Φέρετε φως, ανάψτε φως από τη σκάρα αμέσως »και σύρετε τα δυνατά τα μάνταλα απ' τις θύρες». «Εκείνος κράζει· ατρόμητοι δούλοι του σηκωθήτε». Είπεν αυτή που στις σκληρές μυλόπετρες κοιμώταν. Κ' ήρθαν οι δούλοι βιαστικά και μ' αναμμένους λύχνους, κ' εγέμισεν η κάμαρα.

Σηκώθηκε βιαστικά κι άνοιξε το παράθυρο. Έξω χαμόφεγγε ακόμη. Ο ήλιος βασίλεψε, μα η φεγγοβολή του έβαφε χρυσά και μενεξεδένια τα συγνεφάκια. Η βρύση της αυλής μουρμούριζε συγκρατητό και βαθύ παράπονο. Τ' ανθισμένο αγιόκλημα κ' οι τριανταφυλλιές έχυναν άρωμα δυνατό και του πείραζαν τα νεύρα.

Αυτή του όμως η ανυπομονησία και ο θυμός έκαναν να σκάη πριν φθάση στον σκοπό του και μανισμένο για τούτο, έστελνε τους αφρούς ολέθρια της λύσσας του δείγματα. Και άλλα μύρια εσπρόχνονταν ολόγυρα βιαστικά ποιο να χτυπήση πρώτο, ποιο να καταφέρη τη δυνατώτερη πληγή, διαλέγοντας το μέρος που θα σκαλώσουν απάνω, σαν ασκέρι άγριο πολιορκητών γύρω σε αντρειωμένο και άπαρτο κάστρο.

Δύο τρία φιλιά μόλις προφταίνει να της δώση ακόμα στα χλωμά της μάγουλα. Κι αυτά βιαστικά, σα να της τάκλεφτε. Δυο φιλιά; Τι να της κάμουν αυτής δυο φιλιά· πως να την παρηγορήσουν; Κ' η γις κι ο κόσμος όλος της φαίνεται, πως βυθίζεται μπροστά στα ποδάρια της.

Τον ανασασμό του τον ήσυχο κι απαλό, σαν εργατάρη, σα ζευγά, μοσχοβολισμένον από τες ευωδιές των ανθών του, τον έφερνε τον ανήφορο η χασκωτή και δασιά λαγκαδιά π' ανέβαινε ολόιση κατά το κορφοβούνι. Μ' εχτύπησε του μοσχοβολισμού του η πλημμύρα τρικυμιστά κι άξαφνα κι ανάσαναν βιαστικά και πνιχτά τα πνεμμόνια μου, σα να βουτούσα μέσα σε μοσχοβολισμένο νερό άπατης λίμνης.

Τα δάχτυλά του έφευγαν γοργά, σαν αστραπή, απάνω στα τέλια, στο κοντάρι, πατούσαν πότε βιαστικά, και πότε σιγαλά, πήγαιναν έρχουνταν σταματούσαν απάνω στους μπερντέδες κ' η πέννα του γρατσούνιζε γρήγορα κάτω τα τέλια με το δεξί χέρι του. Τόνα τραγούδι τελείονε, τ' άλλο άρχιζε, από τα κλέφτικα ως τους αμανέδες.

— Ω, είπεν η μικρά κόρη δεν βαρύνομαι την δουλειά, αλλά βιάζομαι να φθάσωτον παππού. Πώς να σ' αφήσω όμως κ' εσένα παραπονεμένην. . . Θα σου κάμω όσα μου εζήτησες και έπειτα θα τρέξω, θα τρέξωτον δρόμον μου όσο βιαστικά ημπορώ.

Απόδειξις τούτου είναι ότι, ότε ήλθον να μας προσβάλουν, ήμεθα μόνοι, και, μολονότι ενίκησαν, απέτυχον εις τα σχέδια των και ανεχώρησαν βιαστικά.

Λέξη Της Ημέρας

παραχωρήσουν

Άλλοι Ψάχνουν