United States or Armenia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο μπάρμπα-Διόμας ήρχισε να φωνάζη με όσην δύναμιν τω έμεινεν ακόμη. Ο άνεμος ήτο βοηθητικός διά το ερχόμενον πλοίον, όπερ έπλεεν εξ ανατολών προς δυσμάς. Ήτο μέγα τρεχαντήριον φορτωμένον. Αι φωναί του μπάρμπα-Διόμα δεν ηκούοντο, ο άνεμος τας ώθει μακράν προς τον λίβα. Αλλά το τρεχαντήριον επλησίαζε και ο μικρός μαύρος όγκος της ανατραπείσης λέμβου διεκρίνετο ως φωλεά αλκυόνος επί των κυμάτων.

Ο Καραϊσκάκης είχε πλησίον το στρατόπεδόν του. Συνεννοηθέντες μετ' αυτού απεφάσισαν εκείνην την νύκτα να επιπέσουν συγχρόνως κατά του αλβανικού στρατοπέδου και να επιφέρουν την τελείαν αυτού αποσύνθεσιν. Ήδη η συμφωνηθείσα ώρα επλησίαζε.

Οι νικηταί τους κατεδίωξαν μέχρι τινός, επειδή δε επλησίαζε να νυκτώση επέστρεψαν διά τα ναυάγια και τα περισσότερα συνέλεξαν• ανέσυραν δε και τα δικά των, διότι και δικαί των νήσοι εβυθίσθησαν όχι ολιγώτεραι των ογδοήκοντα. Ανήγειραν και τρόπαιον της νησομαχίας μίαν των εχθρικών νήσων, την οποίαν εκάρφωσαν επί της κεφαλής του κήτους.

Εις τούτο το φαινόμενον εγώ φοβηθείς έμεινα εκστατικός, τόσον μάλιστα που εκατάλαβα πώς εκείνο το σκότος επροξένησεν ένα μέγιστον όρνεον, το οποίον πετώντας εις τον αέρα επλησίαζε προς εμένα.

Αυτή επλησίαζε με μίαν νοστιμάδα ευγενικήν προς τον Κουλούφ, του οποίου επήρε το χέρι και το εφίλησε, και ύστερον ετοίμαζε διά να του πλύνη τα ποδάρια εις μίαν λεκάνην χρυσήν.

Αφού διήλθον τα ακαλλιέργητα εδάφη τα συνεχόμενα μετά των τειχών της πόλεως, αι μικραί ομάδες των χριστιανών ήρχισαν να διασκορπίζωνται. Τώρα έπρεπε να ακολουθήσουν την Λίγειαν από μακράν και με περισσοτέρας προφυλάξεις. Εβάδισαν τοιουτοτρόπως μέχρι της Τρανστιβέρης και ο ήλιος επλησίαζε να ανατείλη, οπότε η ομάς, εν τη οποία ευρίσκετο η Λίγεια διεσπάσθη.

Η ημέρα ήτο μάλλον δροσερά ως εκ του πνέοντος βορείου ανέμου· επί της κορυφής δε του λόφου ο βορέας εφύσα μάλλον ψυχρός, και την προσέγγισιν του χειμώνος αισθαντικώς υπενθύμιζεν. Ότε επί του λόφου εφθάσαμεν, ο λαμπρός δίσκος του ηλίου επλησίαζε να κρυφθή υπό τον ορίζοντα, ο δε Γεροστάθης επροκάλεσε την προσοχήν μας επί του μεγαλοπρεπούς τούτου φαινομένου.

Η Λίγεια εφαντάζετο ότι μόνη η ιδέα άλλου έρωτος εκτός του Χριστού ήτο αμάρτημα κατ' Εκείνου και της διδασκαλίας Του. Ενώ έκαμεν αυτάς τας σκέψεις, έβλεπεν ότι ο Βινίκιος την παρηκολούθει με το βλέμμα πλήρες ικεσιών. Τότε η καρδία της επλημμύρει εξ οίκτου, όταν τον επλησίαζε και τον έβλεπεν, όλα ηκτινοβόλουν εις την θέαν του, και ησθάνετο την καρδίαν της πλημμυρούσαν από χαράν.

Δεν ήθελα να ξεστομίσω την υποψία μου γιατί ήξευρα πως θα μ' έπαιρναν όλοι για παλαβό. Το μπάρκο επλησίαζε. Εδιάβαζα μάλιστα και τ' όνομά του στις κουλούρες· το έλεγαν «Σωτήρα». — Α! α! α!... έβαλαν όλοι χαρούμενες φωνές. Από εκείνους ούτ' εκινήθηκε, ούτ' εφώναξε κανείς.

Με όλον το ξεχιόνισμα, το οποίον εννοεί τις πόσον ατελώς ενηργείτο, επάτουν ενίοτε σφαλερώς, κ' εχώνοντο ως το γόνυ και ως τον μηρόν εις την χιόνα. Επλησίαζε μεσάνυκτα, όταν έφθασαν υπό την γέφυραν του Κάστρου, μισοπνιγμένοι, παγωμένοι, αλμυροί από θάλασσαν και λευκοί από χιόνα, μελανιασμένοι τα χείλη, αλλά θερμοί την καρδίαν.