Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 19 Μαΐου 2025


Και τώρα ήκουε να λέγουν ότι ήτο τόσον ωραίον! Τώρα έως και τα δένδρα εκρεμούσαν τα κλαδιά των εις το νερόν διά να το βλέπουν. Ετίναξε τα πτερά τον, εσήκωσε τον λαιμόν του και εφώναξε χαρούμενον από τα βάθη της καρδίας του: Πού να ονειρειθώ τόσην ευτυχίαν όταν ήμουν ασχημόπαπον! Έξω από την πόλιν, επάνω εις τον μεγάλον δρόμον, ήτο μία οικία εξοχική.

Όμοιον προς την αυγήν η οποία έρχεται διά τον αλήτην χωρίς φίλον και στέγην, που βαδίζει εις τους απεράντους και ερημικούς δρόμους μιας νύκτας του χειμώνος, τόσον ασαφές, τόσον αργόν, τόσον διστακτικόν, και τόσον ακόμη χαρούμενον εφαίνετο εις εμέ το φως της ψυχής. Τέλος, καθ' όλον τον χρόνον της τάσεως μου προς την καταληψίαν, η υγεία μου ήτο καλή.

Εις καιρόν δε που εδούλευα, κάποιοι ευνούχοι που απερνούσαν από σιμά μου με εστοχάσθηκαν, και νομίζοντάς με αληθή κασιδιάρην εγέλασαν λέγοντες· ετούτος είνε καινούριος δούλος του περιβολάρη, ιδέ τι νόστιμος κασιδιάρης που είνε· έπειτα ηκολούθησαν την στράταν τους, και με άφησαν χαρούμενον που δεν έλαβαν καμμίαν υποψίαν δι' εμένα.

Τελειώνοντας που να ομιλή έτσι, εισήλθεν εις τον οντά, και επήγαινε προς την βασίλισσαν, και κατά το μέτρον που επλησίαζε προς αυτήν, ω θέαμα ανήκουστον, έτσι αυτή έχανε την όψιν της, τα μάγουλά της που ήταν κόκκινα ωσάν το τριαντάφυλλον, ευθύς εμεταβάλθηχαν εις αχνότητα πεθαμμένου· τα χείλη της έγιναν μελαψά· αφανίσθη το χαρούμενόν της πρόσωπον και τα εύμορφά της τα μάτια εκλείσθηκαν, ωσάν αποθαμμένης.

Αλλά εκεί όπου έσκυπτε τι να ιδή εις το νερόν; Είδε τον εαυτόν του. Αλλ' αντί να ιδή έν ασχημόπαπον άνοστον και κακοκαμωμένον, είδεν ένα ωραίον κύκνον. Αδιάφορον αν γεννηθή κανείς εις φωλεάν πάπιας, φθάνει μόνον να εβγήκε από κύκνου αυγόν! Οι τρεις κύκνοι έπλεαν τριγύρω του και το εχάδευαν με την μύτην των, και αυτό ήτο ευτυχισμένον και χαρούμενον, και εσυλλογίζετο όσα είδε και έπαθε.

Όξω στους δρόμους τα παιδιά, εγιόρταζαν κ' εχαιρετούσαν, με τον πιο χαρούμενον τρόπο, την άγια μέρα που ξημέρωνε. Εδιαμεράστηκαν οι συντροφιές· εχωρίστηκαν. Έπιασαν άλλα τις φράχτες στους κήπους μέσα. Νάχουν ταμπούρια να φυλάγωνται· νάχουν και τα πολεμοφόδια άφτονα και πρόχειρα, που ήταν γεμάτες χιόνια, γόνα πάνω από τη γη, οι πρασιές.

Σαν άκουσε της λυγερής τα λόγια η προξενήτρα, Γυρίζει πίσω σκυθρωπή στ’ αρχοντικό του Γιάννου Κι’ ανάμεσα σε δυο ζυγιές λαλούμενα τον βρίσκει, Χαρούμενον και γελαστόν, σιασμένον κι’ αλλαγμένον, Που τραγουδούσε κι’ έλεγε τραγούδια της αγάπης, Κι’ άμα την είδε σκυθρωπή να φανιστή μπροστά του, Κατάλαβε πώς έρχονταν χωρίς την αρραβώνα Της Μάρως της πεντάμορφης, της πολυζηλεμένης, Και καταγής σωριάστηκε, σα λαβωμένο αλάφι.

Έπαιζενέπαιζεν εν χαρμονή ο Σταυρός του τεμπλέου επάνω ο ξύλινος, και ένα περιστεράκι, ξύλινον και αυτό, από το ράμφος του οποίου απεκρέματο του Σταυρού το κανδηλάκι, εκινείτο, θαρρείς, χαρούμενον να πετάξη πλέον επάνω, εις τον ουρανόν του ουρανού, και να εισχωρήση βαθειά εις το αόρατον, εις τον πύρινον ουρανόν. Ηγάλλοντο και οι τοίχοι, ηγάλλοντο όλα όσα υπήρχαν εκεί αντικείμενα.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν