United States or Cameroon ? Vote for the TOP Country of the Week !


'Στήν ποταμιά της Σαλαμπριάς τρεις νιοι τρεις αντρειωμένοι, Ο Γιάννης ο Πλανόγιαννος, ο Πάνος Πλατανιώτης, Και το μικρό Αρχοντόπουλο αντάμα τρων και πίνουν, Αντάμα έχουν και τάλογα σε μια ταγί δεμένα, Σε μια ταγί σ' ένα δεντρί, σ' ένα παλιό πλατάνι, Του Γιάννου το σιδερικό σκάφτει μανό το χώμα Με τα χονδρά του πέταλα κι' ολόγυρα λιθάρια Και σβόλους χώματα σκορπάει, του Πλατανιώτη ο μαύρος Στο στόμα με τη γλώσσα του το χαλινό του δέρνει Κι' αφρούς χύνουν τα ορθούνια του κι' όλο βαριά φρυμάζει, Το δούριο τ' Αρχοντόπουλου το δέντρο αναταράζει Κι' αυτιάζεται παράξενα και χλιμιντράει με ζόρι.

Και πόσοι, » Και πόσοι άλλοι 'πέθαναν «'Σ του βίου μου τη στράτα;!» « Όπου αυτά τα πόδια μου » Πατούσανε, ο τόπος, » Ο τόπος 'πό το φόβο του » Εσειόνταν. Τα λιθάρια » Που πάταγαν, αφέντιδες, » Αυτά μου τα ποδάρια » Ραγίζονταν, σκορπιόντανε, » Και τάπιανεν ο κόπος

Και θυμάται τα βώδια, το αλέτρι, το χώμα, τις αγελάδες, τα δέντρα, και τις πέτρες του βουνού, και τα λιθάρια του δρόμου. Του φαίνεται πως δεν τα δούλεψε όσο έπαιρνε. Φεύγουν όμως και άλλοι από το χωριό.

Κουδουνίσματα παράξενα, με κρυστάλλινους αχούς αγροικιώνταν από ψηλά και κάτω, και πρόβαλαν και πηδούσαν κι έσερναν λιθάρια και στουρνάρια στη φευγάλα τους κατάμαυρα αγριόγιδα, πετροχελίδονα πετούσαν από βράχο σε βράχο, αετοί και γεράκια έφευγαν κι έρχουνταν ήσυχα και καμαρωτά, με βασιλικό μεγαλείο μέσα στην ανεμοζάλη, τσακάλια ουρλιώνταν στα σκεπασμένα από πυκνούς πέπλους βροχής, πλάγια των βουνών.