Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025


Ο Θευδάς ήθελε ναποσυρθή, αλλ' όμως έμεινε θεωρών εκ περιεργείας. «Κοιμάται!», είπε στραφείς προς αυτόν ο Μάχτος. «Άφησέ την να κοιμηθή», απήντησεν ο Θευδάς, κατά λάθος, διότι σκοπός του ήτο να είπη: «Εξύπνησέ τηνΗγνόει και αυτός πώς να εξηγήση τούτο, αλλ' όμως δεν επεθύμει ναφήση την Αϊμάν κοιμωμένην και ναπομακρυνθή εκείθεν. « Εξύπνησέ την! », είπεν ο Θευδάς, ζητήσας να επανορθώση το αμάρτημα της γλώσσης του.

Κατόπιν της επιστολής τη έστειλεν ο Μάχτος και άλλον φίλον. Προ δύο ωρών ο Σκούντας και η Βεάτη είχον αναβή τας τέσσαρας κλίμακας τας αγούσας εις το υπερώον, και συνωμίλησαν μετά της Αϊμάς διά του μέσου του γνωστού εις την Βεάτην. Ο Σκούντας μετεβίβασεν εις την Αϊμάν τους χαιρετισμούς του Μάχτου! Η Αϊμά τον ηρώτησεν, αν θα έλθη ο Μάχτος ταχέως καθώς τη είχεν υποσχεθή διά της επιστολής.

Μέχρις ου οι άλλοι προλάβωσι να την καταδιώξωσιν, η Αϊμά, πατούσα με πόδας σεισουρίδος, έγεινεν άφαντος. Τότε ο Πρωτόγυφτος ενόησε μόλις την φυγήν αυτής, και έρρηξε την αγρίαν εκείνην κραυγήν·Σηκώσου, Βούγκο! Τρέξετε, παιδιά. Αλλ' ο Μάχτος τον εκράτει σφιγκτώς. Αγών συνήφθη μεταξύ πατρός και υιού. Η πάλη διήρκεσεν επί πολύ. Ο Γύφτος είλκυε τον Μάχτον ολονέν προς την θύραν.

Αι δυνάμεις δε του νέου ενέδιδον εις τούτο, αλλ' όμως δεν ήθελε να τον αφήση. Ότε ανηγέρθη ο Βούγκος, εύρε τους δύο παλαίοντας ακριβώς παρά την θύραν. — Τι είνε, Μάχτο; Τι έχεις, πατέρα; τι επάθετε; Και ερρίφθη να τους χωρίση. Ο Μάχτος δεν ηδύνατο επί πλέον ν' αντιστή. Άλλως δε ορμεμφύτως ενόησεν ότι ο κίνδυνος ήτο αλλαχού του λοιπού, και αφήσας τον πατέρα του, ώρμησε και εξεπήδησε της θύρας.

Και διασκελίσας τον ουδόν, χωρίς να δώση καιρόν εις την μητέρα του όπως απομακρυνθή και τω αφήση ελευθέραν την δίοδον, εισήλθεν όπως βεβαιωθή. Εντούτοις μάταιον το κίνημα, η Αϊμά δεν ήτο εν τη καλύβη. Ο Μάχτος συνέλαβεν άλλην τινά ελπίδα. — Μην κοιμάται; είπε. Και έρριψεν εις τον κοιτώνα της κόρης το δειλότατον και αιδημονέστατον βλέμμα, όπερ εξήλθέ ποτε εκ των οφθαλμών νεαρού Αθιγγάνου.

Αλλά τούτο συνέτεινε μάλλον εις μείζονα ατυχίαν του Θευδά, διότι ο Μάχτος είχε μεν σταθή με τους πόδας, αλλά με τας χειρονομίας έκαμνε τόσον θόρυβον, προσκαλών τον Θευδάν να φθάση το ταχύτερον, ώστε ο δυστυχής εκείνος εδάγκασε τρις την γλώσσαν του, και έπαθεν αιμορραγίαν της ρινός. Τέλος τον έφθασε και τω υπέδειξε την οδόν, και τότε ήρχισε νέος αγών αθλητικού δρόμου.

Ήκουσα ότι...ειξεύρεις ότι ο Μάχτος δεν είνε αδελφός σου, είπεν ο Πλήθων. Η περίφρασις δε αύτη εσήμαινεν: «Ήκουσα ότι...αγαπάς τον Μάχτον». — Ειξεύρω βεβαίως ότι δεν είνε αδελφός μου, είπεν η Αϊμά ερμηνεύουσα κατά γράμμα την φράσιν. — Λοιπόν... μήπως τυχόν θέλεις;...„ — Τι να θέλω; ηρώτησεν απορούσα η Αϊμά. — Μήπως θέλεις να τον νυμφευθής; — Εγώ; έκραξεν έκπληκτος η Αϊμά.

Η Αϊμά, ανετινάχθη επί της κλίνης της, και αφήκε πεπνιγμένην κραυγήν·Ποίος είνε; — Εγώ, ο Μάχτος, απήντησεν ο εισελθών. Σιωπή! — Συ! Μάχτο! Ήλθες! Ω Μάχτο! Συ είσαι; έκραξεν η Αϊμά. — Σιωπή, φρόνιμα, εψιθύρισεν η φωνή του εισελθόντος. Η Αϊμά, μη δυναμένη να κρατηθή, εν εξάλλω αγαλλιάσει, ερρίφθη εις τας αγκάλας του νομιζομένου Μάχτου. — Υπάγωμεν, εψιθύρισε με υπόκωφον φωνήν ούτος. Είσαι έτοιμη;

Ο κατοπτευτής εφάνη ότι ευχαριστήθη εκ της ανακαλύψεως ταύτης, και ρίψας τελευταίον βλέμμα εις το τείχος, ως διά να σημειώση καλώς την θέσιν της ορσοθύρας, απεμακρύνθη. Ο ψευδής Μάχτος. Ήτο μικρόν προ του μεσονυκτίου, και η Αϊμά είχεν αρτίως κατακλιθή. Την εσπέραν εκείνην είχε φαιδράς ελπίδας.

Ίσως διηπόρησεν ήδη ο αναγνώστης πώς κατώρθωσεν ο Μάχτος να γράψη την περίφημον ταύτην επιστολήν. Θα απαντήσωμεν εις την ερώτησιν ταύτην, τοσούτω μάλλον, όσω και άλλο κενόν συμπληρούται διά της απαντήσεως ταύτης, το εξής: Πόθεν εγίνωσκεν ο Σκούντας ότι η Αϊμά ευρίσκετο εν τω μοναστηρίω;

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν