Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Ιουνίου 2025
Ο Μάχτος εζήτει φιλόφρονας φράσεις και δεν εύρισκε. Δεν ήτο βεβαίως συνειθισμένος εις το να ομιλή επικαίρως, αλλ' ευτυχώς, αν και μηδεμιάς έτυχεν ανατροφής, ήτο απηλλαγμένος και πάσης βαναυσότητος περί την γλώσσαν. Η εργασία ήτο η μόνη ανατροφή, ην είχε λάβει παρά του πατρός του, αύτη δε ήτο, φρονώ, η αρίστη, ην ηδύνατο λάβη, και αύτη τον έσωζεν.
— Τι να της πης; — Αλλά τέτοια που είνε... είπεν ο Μάχτος έτοιμος να κλαύση. — Τι έχεις, μικρέ μου; — Τίποτε, είπεν ο Μάχτος συσταλείς. — Έπαθες τίποτε; — Όχι. — Τι την θέλεις την Αϊμάν; — Την ήθελα κάτι. — Τι την ήθελες; — Ήθελα να της ειπώ πράγματα... — Τι πράγματα; — Να την κάμω να έχη προσοχήν. — Διά τι πράγμα; — Διά το καλόν της, είπεν ο Μάχτος, και δεύτερον ρεύμα δακρύων τω επήλθε.
Τέτοιαν ώρα να σου ανοίξω εγώ πόρτα; Μην τα έχεις χαμένα; — Θα μου ανοίξης, είπεν ισχυρογνωμόνως ο ψευδής Μάχτος. — Εγώ; Μην είσαι τρελλός; Και πού θα πας; — Φέρε τα κλειδιά, γέρο, και μη μου κάνης το δύσκολο. — Εγώ κλειδιά; Τέτοιαν ώραν μεσάνυκτα! — Εχάθης, σ' εσκότωσα, δος μου τα κλειδιά γρήγορα. Αν φωνάξης, σε πνίγω.
Όσον διά τον ξένον, ούτος δεν έπαυε τας εκτενείς συνδιαλέξεις με τον Πρωτόγυφτον. Ο Μάχτος ενθυμείτο τον όρκον, ον είχεν ομόσει όπως ανακαλύψη το σχέδιον του ξένου, αν είχε τοιούτον ως προς την Αϊμάν, αλλ' η ατολμία αυτού ήτο πρόσκομμα. Νύκτα τινά μετά το δείπνον ο Πρωτόγυφτος και ο ξένος εξήλθον κατά το σύνηθες. Σημεία τινα είχον επισπάσει την προσοχήν του Μάχτου.
Ο Μάχτος, όστις ήτο κολλημένος κάτω εις το έδαφος δεν ενόησε μεν ουδέν πλέον των ημετέρων αναγνωστών εκ της ανωτέρω συνδιαλέξεως, αλλ' ησθάνθη αμέτρητον ευτυχίαν. Ο πατήρ του και ο ξένος ωμίλουν περί άλλων πραγμάτων, και δεν διεπραγματεύοντο περί εκδόσεως της Αϊμάς εις γάμον, όπως είχεν υποπτεύσει ο νέος.
Εγώ τα επείραξα; Και τι είχα εγώ να κάμω με αυτά; Όχι μόνον δεν τα επείραξα, αλλ' ουδέ είπα εις τον αδελφόν μου να τα πειράξη, ενώ αν το έλεγα, τότε δεν θα είχα ανάγκην να σας παρακαλέσω διά τίποτε. Αλλά θέλω με το καλόν. — Δεν εκατάλαβα τι είπες, είπεν η αγρότις. — Είπα ότι, αν το έλεγα του Μάχτου τι τρέχει, ο Μάχτος δεν χωρατεύει, και θα τα έδερνε.
Ο νέος εν τη συνειδήσει του ουδένα λόγον αναβολής εύρισκεν, όπως μη ανακοινώση και σήμερον προς την Αϊμάν τους φόβους, ους έτρεφεν από τοσούτου χρόνου. Αλλ' οπόσον επεθύμει να ήτο εύλογος η τοιαύτη αναβολή! Η απουσία του πατρός του διήρκεσεν επί δύο ημέρας. Ο Μάχτος ήτο εις τα βασανιστήρια, άνευ ουδεμιάς υπερβολής.
— Βέβαια ο Μάχτος είνε, διενοήθη η Αϊμά, μεμφομένης εαυτήν επί τη δυσπιστία της. Ο ψευδής Μάχτος κατέβαλε τελευταίον αγώνα, όπως θραύση το σιδηρούν εκείνο εμπόδιον, και τέλος απηλπίσθη. — Τώρα, έλεγε καθ' εαυτόν, μία μόνη ελπίς μένει, να εξυπνίσω τον θυρωρόν, να τον απειλήσω, να τον βιάσω να μου ανοίξη την μεγάλην πύλην. Αλλ' ω! Τούτο είνε δύσκολον.
Τότε ο κλοιός της γλώσσης ελύθη, ο κύφων του σώματος διερράγη. Ο Μάχτος εξέπεμψε βρυχηθμόν λεαίνης και άμα ώρμησεν ως σκύμνος προς το θέαμα εκείνο. Ήλπιζεν ότι ήθελε σώσει την Αϊμάν εκ του βεβιασμένου εκείνου γάμου, διότι ως βεβιασμένον τον ενόμιζε. Συγχρόνως ο Μάχτος αφυπνίσθη. Ευρέθη όρθιος και είδε μόνον το σκότος της νυκτός, όπερ περιέβαλλε πανταχόθεν αυτόν.
Ο Μάχτος δεν επανήλθεν εντελώς εις την κατάστασιν του εγρηγορότος. Εκοιμάτο εισέτι. Έκλεισεν αύθις τους οφθαλμούς. Το όνειρον μετεβλήθη. Ενεφανίσθη υπό άλλην μορφήν. Είδεν ο Μάχτος τον ξένον, τον κακόν εκείνον δαίμονα, ως τον ενόμιζεν. Είδεν αυτόν και τον πατέρα του, ως τους έβλεπεν εν τη πραγματικότητι προ ολίγων στιγμών. Ήσαν ομού εν τω ονείρω, ως ήσαν και καθ' ύπαρ προ μικρού, αλλ' ουχί μόνοι.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν