Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025
Θα τους ακολουθώ παντού, θα γείνω ίσκιος τους, θα μάθω τι θέλει &αυτός&. Και όταν το μάθω, τότε θα της το είπω. Αφού διενοήθη ταύτα, εξήλθεν εκ του κήπου. Εν τούτοις η Αϊμά παρετήρησε τα τελευταία κινήματα του Μάχτου, και εστράφη προς αυτόν. Υπώπτευσεν ότι συνέβη τι. — Τι είνε, Μάχτο; έκραξε. Ο Μάχτος δεν ηδυνήθη ν' αρθρώση λέξιν. — Τι θέλεις; επανέλαβεν η νέα.
Πάρε τα..,» Τας λέξεις ταύτας εχάραξεν εις την μνήμην του ο Μάχτος βαθέως και ανεξιτήλως, ως διά γλυφίδος. Παρέλιπε δε τον τελευταίον ορισμόν, «... κ' έλα να μ' εύρης», ως μη απευθυνόμενον προσωπικώς προς αυτόν.
Το πλοίον έπλεε, και ο Μάχτος έπλεεν. Εκείνο έφευγεν, αλλ' ούτος δεν ηδύνατο να το φθάση. Ο άνεμος φούσκωνε τα ιστία, και αι κώπαι υπεβοήθουν τον δρόμον του σκάφους. Ο Μάχτος μετεχειρίζετο ως κώπας τους βραχίονας και τους πόδας. Αλλά το πλοίον έφευγε και δεν ηδύνατο να το φθάση. Μετ' ολίγον ο Μάχτος έβλεπεν αυτό, με τα λευκά ιστία αναπεπταμένα, ως λάρον, επί του αμετρήτου κυανού πεδίου.
Έκαστος γογγυσμός αυτού απήντα εις έκαστον μορφασμόν, εις εκάστην θωπείαν και φιλοφρόνησιν της γραίας. Οι δυο νέοι γύφτοι εσύριζον, ετραγώδουν αδιαλείπτως, και δεν ωμίλουν ποτέ. Ο είς ήτο 22 ετών, ο έτερος 19. Ο είς ωνομάζετο Βούγκος και ο έτερος Μάχτος. Ούτω τους παρονώμαζεν ο πατήρ· αγνοείται αν είχον και άλλα ονόματα.
Προσεπάθει δι' ατόλμων και επιμόνων σημείων και νευμάτων να ελκύση την προσοχήν της, όπως τον ίδη και τω αποδώση τον χαιρετισμόν. Αλλ' η Αϊμά δεν έβλεπε προς αυτόν. Η προσοχή της ήτο εις τα κύματα και εφαίνετο αναμετρούσα μετά τρόμου το πέλαγος, όπερ έμελλε να διαπλεύση. Το πλοίον απήρε. Τότε ο Μάχτος δεν εδίστασεν, αλλ' ερρίφθη εις τα κύματα.
Η δευτέρα αύτη σκέψις προήλθεν εκ της επιθυμίας ην είχεν όπως κρύψη τα χρήματα χωρίς να τον ίδη η γυνή, εντός της καλύβης, κατά την στιγμήν ταύτην, καθ' ην αύτη ήτο ηναγκασμένη να κρατήση συντροφίαν εις τον ξένον. Όσον διά τους δύο νεαρούς Γύφτους, ούτοι ευρίσκοντο εισέτι εν τη καλύβη. Ο γέρος εισελθών είπε προς αυτούς· — Σύρτε να ιδήτε ένα παράξενο πράγμα έξω. — Τι παράξενο; είπεν ο Μάχτος.
Ο Μάχτος καλέσας τον κάπηλον τω είπε κρυφίως· — Ειξεύρεις γράμματα; — Δεν ειξεύρω, απήντησεν ο Κατούνας. — Δεν είνε κανείς άλλος εδώ να ειξεύρη; ηρώτησεν ο νέος. Ο Κατούνας τω έδειξε διά της χειρός τον Σκούνταν. Το βλέμμα του Μάχτου εστράφη προς αυτόν. — Τι τρέχει; ηρώτησεν ο Σκούντας παρατηρήσας ότι ωμίλουν περί αυτού. — Τίποτε, απήντησεν ο Κατούνας. Ο φίλος εδώ κάτι μ' ερωτά.
Το στήθος της κόρης εκινήθη και η εκπνοή κατέστη σφοδροτέρα. «Αϊμά! », εψέλλισεν ο Μάχτος νομίσας ότι αφυπνίσθη. Αλλ' όμως εκοιμάτο αύτη εισέτι.
Ο νέος προσεπάθησε ν' ανεγείρη αυτήν και να την λάβη εις τας αγκάλας, όπως την μεταφέρη εκτός του σπηλαίου. Ο δε Θευδάς ήδη είχεν εξέλθει ψηλαφών. Οι λίθοι, οίτινες είχον πέσει εκ της οροφής, ήσαν ως προαγγελία προς αυτόν, και έσπευσε να φύγη, όπως σώση την ζωήν του. «Υπάγωμεν, Αϊμά, είπεν ο Μάχτος. Εγώ είμαι». Αλλ' η νέα δεν ηδύνατο να κινηθή, είχε καταστή βαρεία ως μόλυβδος.
Διότι ποία άλλη βάσανος ηδύνατο να υπάρχη διά τον νέον μείζων της ηθικής βασάνου; Αλλ' όμως εν κεφαλαίω απεφάσισεν ο Μάχτος να είπη ό,τι ώφειλεν εις την νέαν κόρην. Εταλαιπωρείτο μόνον να εύρη τον τρόπον καθ' ον έμελλε να προβή. Εσχεδίαζε λέξεις και φράσεις, κατεσκεύαζε διαλόγους, προέβλεπεν ερωτήσεις, έπλαττε λύσεις αποριών. Τα πάντα εις μάτην.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν