Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025
— Ευρέθη μουστερής δι' όλον τον χρόνον. — Αλήθεια; — Αλήθεια. Τρέξατε. Ο Μάχτος μετέβη προς την θύραν. Ο Βούγκος έμενεν έτι εντός, και ησχολείτο, κεκυφώς εις το έδαφος, εις την τοποθέτησιν εργαλείου τινός. — Πηγαίνετε λοιπόν γρήγορα, τρέξε, Βούγκο! Η μάννα σου φοβούμαι μη μας τον χαλάση με την ανοησίαν της. Σύρτε να του κρατήσετε συντροφιά.
Αλλά διατί ο Μάχτος ησθάνθη τόσην λύπην επί τούτω; Ούτε είξευρε διατί, ούτε είχεν υποπτεύσει πρότερον τοιούτον πράγμα, ούτε ηδύνατο να είπη ποίαν σημασίαν είχεν. Αλλ' όμως ησθάνθη σφοδρότατον άλγος, ότε το πρώτον εφαντάσθη το ενδεχόμενον τούτο. Ο Μάχτος έτεινε το ους και ηκροάσθη. Οι δύο ομιληταί έλεγον προς αλλήλους τα εξής· — Και λέγεις να είνε αυτό; είπεν ο Πρωτόγυφτος.
Ο Μάχτος εστράφη προς την θύραν του κήπου όπως εξέλθη. Η Αϊμά τω είπεν· — Έκοψες λουλούδια; — Έκοψα. — Πού είνε; Ο Μάχτος έδειξε το μόνον άνθος όπερ είχε δρέψει. — Αυτό μόνον; Κόψε και άλλα. — Δεν θέλω. — Κόψε και άλλα, επέμεινεν η νέα. Ο Μάχτος κύψας έδρεψεν άνθη, και απήλθεν ευτυχής.
Επερίμενον να ίδωσι τον θυμόν του Μάχτου, ίσως και απόπειράν τινα βιαίαν αυτού, και ούτω το σκανδαλώδες και περίεργον του πράγματος θα εξηκολούθει παριστώμενον εις μήκος. Ποίαν καλλιτέραν ψυχαγωγίαν ηδύναντο να εύρωσι τόσοι άνθρωποι; Και αν είχε τις εξ αυτών εργασίαν, προθύμως ήθελε την αφήσει όπως ψυχαγωγηθή. Πολλώ μάλλον αν ήσαν αργοί. — Να πλύνης; επανέλαβεν ο Μάχτος. — Ναι, είπεν η Αϊμά.
Εσπέραν τινά, ότε το πρώτον σκότος διεχύνετο υπέρ την γην, ο ξένος, ον από πολλών ημερών κατεσκόπευεν ο Μάχτος, ένευσε προς τον Πρωτόγυφτον να τον ακολουθήση, και απεμακρύνθησαν αμφότεροι της καλύβης. Βαδίσαντες επί πολύ έφθασαν εις μέρος τι και εκάθισαν. Ο Μάχτος τους παρηκολούθησεν ησύχως.
— Ναι, εψέλλισε τρέμουσα η Αϊμά. Ο ξένος εδίστασε, και είτα εκίνησε τους ώμους και απεμακρύνθη λέγων· — Τι με μέλει εμένα, το κάτω κάτω; Ο Μάχτος συνέλαβεν υποψίαν τινά. Αλλ' απείχε πόρρω του να φαντασθή τι είχε συμβή. — Τι τρέχει, Αϊμά; Τι σου έλεγε; — Τίποτε, είπεν η Αϊμά. Ο Μάχτος δεν επέμεινεν.
Τότε αι ελπίδες ας είχε συλλάβει, οι φόβοι ους είχεν υποστή, αι εικόνες της φρίκης, τα ινδάλματα της ευτυχίας, εσωματώθησαν, έλαβον μορφήν και όψιν και παρήλασαν εν σχήματι ονείρων προ των οφθαλμών αυτού. Η πρώτη διαβάσα μορφή ήτο περικαλλής. Ήτο το πρόσωπον της Αϊμάς, λάμπον ως αστήρ, και το σώμα αυτής ευωδιάζον ως κρίνον. Τοιαύτην την έβλεπεν ο Μάχτος εις τους ονείρους του.
Το πρόσωπον τούτο εφόρει πυκνόν πέπλον, μακρόν και ποδήρη, μεταπλάττοντα ου μόνον την μορφήν, αλλά και το σχήμα του σώματος και το ένδυμα. Ούτε αν ήτο ανήρ η γυνή ηδύνατο να διακρίνη ο Μάχτος. Οποία μετημφιεσμένα όνειρα!
— Διά την Αϊμάν; — Ναι. — Της θέλει κακόν; — Βέβαια. — Και σαν τι κακόν της θέλει; — Όλα τα κακά. — Ποια είνε αυτά τα κακά, μικρέ μου; είπεν η Γύφτισσα. — Θέλει να την πάρη. — Να την πάρη; — Βέβαια. — Τι πάρσιμο είν' αυτό; — Θα καταφέρη τον πατέρα μου, είπεν ο Μάχτος. — Τόσο το καλλίτερον, είπεν η Γύφτισσα. — Τι λες, μάννα; είπε τρέμων ο Μάχτος. — Φτάνει να μη γυρεύη προίκα, είπεν η Γύφτισσα.
Θα λείψη και ο μπελάς της. — Αυτή που σου κάνει όλαις ταις δουλειαίς; — Καλαίς είνε η δουλειαίς, Μα το &μούχτι& είνε πιο καλλίτερο. — Ποιο &μούχτι&; — Τα άσπρα, είπεν η Γύφτισσα, και ήστραψαν οι οφθαλμοί της, ως να έβλεπεν τω όντι άσπρα λάμποντα ενώπιόν της. — Α! έτσι; είπεν ο Μάχτος αισθανθείς αγανάκτησιν. Θέλετε σεις να την πωλήσετε; Δεν σας μέλει τίποτε! Α, εντροπή!... Ο Μάχτος ηγέρθη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν