Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025


Δεν ενεθυμείτο ούτε πώς ήλθεν, ούτε ησθάνετο τον κόπον της οδοιπορίας. Είνε αληθές ότι ο Θευδάς ενεφανίσθη αιφνιδίως εις αυτόν την πρωίαν, και τω είπεν ότι τον ζητεί η Αϊμά, ουδέν άλλο. Ο Μάχτος καταλιπών το εργαστήριον, την σφύραν, τον άκμονα, την πυράγραν και τους φυσητήρας, εξεζώσθη την δερματίνην ποδιάν, ην εφόρει, και ηκολούθησε τον Θευδάν, ή μάλλον προεπορεύθη αυτού.

Αίφνης τρομερός κρότος ηκούσθη, υποχθόνιος βοή αντήχησε, το έδαφος εσαλεύθη υπό τους πόδας των δύο τούτων ανθρώπων. Σεισμός μετά πατάγου και βροντής μεγάλης συνέβη. Τα δύο ταύτα πρόσωπα αντήλλαξαν πεπηγότα βλέμματα. Ο Μάχτος κατέστη κάτωχρος. Τι είνε; Τι συμβαίνει; Τας λέξεις ταύτας ουδείς εξήνεγκεν εκ του στόματος, αλλ' ενδομύχως μόνον εσχηματίσθησαν αύται εις το βάθος των φρενών.

Σώνει να θέλης, είπεν ο Σκούντας, ειμπορώ να σου κάμω. — Ευχαριστώ, είπεν ο Μάχτος. Αυτό ήθελα κ' εγώ. — Ύπαγε να εύρης χαρτί, Κατούνα, είπε προστακτικώς ο Σκούντας. Βλέπεις ότι θέλομεν να κάμωμεν γράμμα. Και ο Κατούνας υπήκουσεν. Ο Μάχτος υπηγόρευσε μετ' εμπιστοσύνης την γνωστήν επιστολήν, και ο Σκούντας εχάραττεν ανελλιπώς τα υπαγορευόμενα. Μεταξύ δε, γράφων, ετόλμησε να ερωτήση τον Μάχτον·

Τώρα πρέπει να πάρω μίαν απόφασιν. Διότι άλλως δεν ειμπορεί να γένη. Και αφού δεν ειμπορώ τόσον καιρόν να αποφασίσω τι θα της πω, το καλλίτερον είνε να μη συλλογίζωμαι τίποτε. Ας το αφήσω εις την τύχην. Ό,τι μου κατεβή εκείνην την ώραν, εκείνο θα της πω. Ο Μάχτος, λαβών τέλος την ανωτέρω απόφασιν, ηρκέσθη εις τούτο και μόνον, δεν ηυτύχησε δε και να την εκτελέση.

Ο Μάχτος ησθάνθη τας δυνάμεις του εντεινομένας εις έσχατον και απεγνωσμένον αγώνα. Ύψωσε την χείρα και κατήνεγκε σφοδρόν και αιφνίδιον κτύπημα κατά του πρώτου εφορμήσαντος. Ούτος έσυρε τότε το ξίφος και ηθέλησε να διαπεράση τον Μάχτον. Αλλ' ο Πρωτόγυφτος ιδών τον κίνδυνον ώρμησε ταχύς και προέλαβε το κτύπημα. — Είνε γυιός μου, είπεν.

Αχ Αϊμά! εστέναξεν ο Μάχτος. — Μην κλαις, μικρέ μου. — Πού να είσαι; — Τι είνε πώπαθες, μικρέ μου; έλεγεν η Γύφτισσα. — Η Αϊμά πού πάγει; επανέλαβε δεκάτην φοράν ο Μάχτος. — Διατί κάμνεις έτσι, μικρό μου; Πες τι έχεις. — Κ' εγώ ήθελα να της πω, έλεγεν ο Μάχτος χωρίς ν' απαντήση εις την Γύφτισσαν. — Και τι ήθελες να της πης; — Ήθελα να της πω να φυλάγεται. — Τι να φυλάγεται;

Ήδη απεφάσισε τέλος ο Μάχτος να ομιλήση. Αλλά την στιγμήν καθ' ην είχε καταστρώσει τα σχέδια και ήτο πλήρης θάρρους, δεν ευρέθη κατά τύχην η Αϊμά παρούσα. Ο Μάχτος δεν την εύρεν ούτε εις τον κήπον ούτε εις την καλύβην και την εζήτει εις μάτην. Εσκέφθη ότι η Αϊμά θα ήτο πιθανώς εις το φρέαρ, και μετέβη εκείσε. Αλλά δεν εύρε την Αϊμάν. Περιήλθε τα μέρη εις όσα συνήθως μετέβαινεν αύτη προς εργασίαν.

Τρα λα λα λα ρη λα ρη, κτλ. Ο Μάχτος εσύριζεν άλλον ήχον, όστις αντέφασκε και κατά μέλος και κατ' έννοιαν προς τον υπό του Βούγκου αδόμενον. Ο γέρων εγόγγυζεν, εψιθύριζεν, εστέναζεν αδιακόπως, και συνάμα κατέφερε την σφύραν επί του άκμονος. Η μαστόρισσα εμειδία, εμόρφαζεν, εδείκνυε τους δύο κρεμαστούς οδόντας, και έλεγεν·Άκουσέ τους, πώς το τερετίζουν. Μία χαρά!

Δεν πειράζει. Αυτή μοναχή της φεύγει, και μοναχή της πάλι έρχεται. — Αλλά εγώ την θέλω, επέμεινεν ο Μάχτος. — Και τι την θέλεις; — Θέλω να της πω. — Της λες όταν έρθη. — Και πότε θα έρθη; — Όποτε θέλει. — Λοιπόν, συ ως μητέρα, δεν φροντίζεις δι' αυτήν; — Τι να φροντίσω; — Την αφήνεις και πάγει όπου θέλει;

Διότι αδύνατον σχεδόν ήτο να οδηπορήσωσι την νύκτα. Η νέα εξηκολούθει να τον ερωτά πάντοτε·Πού θα υπάγωμεν, Μάχτο; Ο ψευδής Μάχτος απήντα δι' είδους ανάρθρου υποτονθορισμού εις τας ερωτήσεις ταύτας. Απέφευγε δε το να συνάψη συνδιάλεξιν μετ' αυτής.

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν