Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Ιουνίου 2025
Τις οίδε τι έλεγον προς αλλήλους. Εκ πάντων των κατοίκων της καλύβης μόνος ο Μάχτος ήρχισε να συλλαμβάνη υποψίαν τινά. Αλλ' ουδαμού εύρε να στηρίξη ταύτην. Συνεφώνησε με την συνείδησίν του να μεταχειρισθή προς τούτο παν μέσον, διότι ησθάνετο εαυτόν πολύ δυστυχή. Περιέμενε δε ανυπομόνως πρόσφορον στιγμήν να βάλη εις πράξιν τα μέσα, άτινα είχε, τουτέστι την ατομικήν του ενέργειαν.
— Να φυλάγεται απ' εκείνον τον άνθρωπον. — Ποίον άνθρωπον; — Εκείνον τον μουστερήν μας. Ο Μάχτος ανωρθώθη, και ανένηψεν ολίγον. Αυθορμήτως δ' έσπευσε να είπη τας σκέψεις του προς την Γύφτισσαν. — Αυτός ο άνθρωπος, μάννα, δεν έρχεται εδώ διά καλό. — Πώς το ξεύρεις, μικρό μου; — Το ξεύρω, είπεν ο Μάχτος. — Και ποιος σου το είπεν; — Εγώ το λέγω. — Και διατί έρχεται; — Έρχεται διά την Αϊμάν.
Ο ευτυχής Μάχτος απερρόφα κατά σταγόνα το ποτήριον τούτο της μέθης την στιγμήν ταύτην. Ουδέν άλλο έβλεπεν. Ελησμόνει ότι ήτο παρών ο Θευδάς, αν και ούτος εφιλοτιμείτο, ως είδομεν, να τω υπομιμνήσκη την παρουσίαν του. Δεν παρετήρησεν όλως τα ένδον της παραδόξου ταύτης κατοικίας, δεν είδε τα υψηλά εκείνα αγάλματα, τους εφεστίους, τας συνεσταλμένας αυλαίας, ουδέν τω επροξένησεν εντύπωσιν.
— Σκάσε, παληόστριγλα, εγόγγυζεν ο γέρων. Χμι.. Γμ!.. — Σι σι σι, σι σι σι! εσύριζεν ο Μάχτος. — Ώμορφα που σφυρίζεις, μικρό μου! έλεγεν η γραία. — Σκασμός, γρηά φούρκα! έκραζεν ο μέγας Γύφτος. Γρου!.... Ο Βούγκος εξηκολούθει το άσμα· Μες την φωτιά, μες την φωτιά Παίζει ο Γύφτος τη ματιά, Τη ματιά, τη ματιά, Τρα λα λα λα τρα λα τα, κτλ. Η γραία ενεθάρρυνεν αυτόν· — Μπράβο, παιδί μου, ώμορφα!
Ότε είδε τον Μάχτον, οι δύο κρεμαστοί οδόντες, οίτινες συνέσφιγγον αδιαλείπτως το κάτω χείλος, υπεχώρησαν αυτομάτως, και αφήκαν το στόμα να μειδιάση το ιδιάζον αύτη μειδίαμα, όπερ μόνον ότε έβλεπε τον Μάχτον εσημείου το πρόσωπόν της. — Πού ήσουνα, μικρέ μου; είπε. — Μάννα, είπεν ανυπομόνως ο Μάχτος, μέσα είνε η Αϊμά; — Όχι. — Δεν είνε μέσα; επανέλαβε μη θέλων να πιστεύση.
Είνε αληθές ότι ποτέ δεν είχε κατασκευάσει κλειδίον. Αλλ' όμως η φιλαυτία του υπερίσχυσε, και είπε· — Σαν να 'μπορώ, μου φαίνεται. — Σου φαίνεται; — Ειμπορώ χωρίς άλλο, απήντησεν οριστικώς ο νέος. — Τότε λάβε αυτό. Ο Τρανταχτής μετά τινος ενδοιασμού τω έδωκε τύπον πεπλασμένον εκ κηρού, παριστώντα το σχήμα του πτερυγίου της κλειδός. Όπως δε μη διαπορήση ο Μάχτος, έσπευσε να προσθέση·
Θαρρώ πως έκαμα καλά να μη σου το 'πω, έκαμες και συ καλά να μην επιμείνης· ύστερα ύστερα, τι δικαίωμα έχομεν ημείς οι καταφρονεμένοι οι Γύφτοι να τα βάζωμεν με τον κόσμον; Να που ήρθεν έτσι, και ηθέλησε να με κατηγορήση εκείνη η γρηά, είπεν η Αϊμά στενάζουσα. — Και το δέχεσαι, αδελφή μου; είπεν ο Μάχτος. — Δεν το δέχομαι, αλλά το υποφέρω.
Και ούτω παρήρχοντο αι νύκτες εκείναι, προπεμπόμεναι υπό γελώτων, θορύβων, βλασφημιών και υπό της κραυγής &Ήλιος!& ην συνείθιζε να εκπέμπη πάντοτε ο Μάχτος, ότε η πρώτη ακτίς ανέτελλεν επί του στερεώματος. Εν μέσω του αλλοκότου τούτου κύκλου, όπου έζη η Αϊμά, παράδοξον πράγμα, ήτο σχεδόν ευτυχής. Η συνάντησις. Θα ήτο δ' ευτυχεστέρα, αν δεν συνέβαινον και μικρά δυσάρεστα από καιρού εις καιρόν.
— Δεν είχα σύνεργα διά να ξεκαρφώσω την κλειδωνιά, να σου την φέρω, και το σπίτι μου είνε μακρυά απ' εδώ, και δεν θέλω να σου δώσω κόπον να έλθης ο ίδιος. Δι' αυτό επήρα μοναχός μου τον τύπον με το κερί. Και όποιος με ιδή, προσέθηκε μειδιών βεβιασμένως, θα νομίση ότι θέλω να κάμω κανένα αντικλείδι. — Ο τεχνίτης δεν ανακανόνεται σ' αυτά, απήντησεν υπερηφάνως ο Μάχτος.
— Δεν ξεύρω, φίλε μου. — Πού την έχουν τώρα; — Είν' εκεί, είπεν ο φρουρός δείξας έν παράθυρον. — Και ποίοι είν' εκεί μέσα; στρατιώται; — Πώς στρατιώται; Αυτό είνε η κατοικία του αρχηγού μας. Ιδού ο στρατών μας πού είνε, προσέθηκε δείξας αριστερόθεν έτερον χαμηλότερον οικοδόμημα συνεχόμενον με την οικίαν. — Και ο αρχηγός σας, επανέλαβεν ο Μάχτος, τι άνθρωπος είνε;
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν