United States or Cocos Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είπα, και από το μέγαρον η Κίρκη εξήλθε κ' είχε ραβδί 'ςτο χέρι, και άνοιξεν ευθύς την χοιρομάνδρα, κ' έβγαλε αυτούς όπ' ώμοιζαν εννηάχρονα θρεφτάρια. 390 εμπρός της 'κείνοι εσταθήκαν και αραδικώς η Κίρκη μ' άλειμμ' απ' άλλο βότανο τους έχριζε περνώντας. κ' ερρέαν απ' τα μέλη τους η τρίχαις, οπού πρώτα είχε γεννήσει της θεάς το φθαρτικό βοτάνι• κ' έγειναν πάλιν άνθρωποι, 'ς την νηότη καιτην χάρι, 395το κάλλος και 'ς τ' ανάστημα, καλήτεροι απ' ό,τ' ήσαν. μ' εγνώρισαν, μ' αγκάλιασαν και αγάλι αγάλ' εις όλους τα δάκρυα γλυκανάβρυζαν, και από τα κλάυματά τους το δώμα εβρόντα• και η θεά μ' εμάς εσυμπονούσε. ήλθε σιμά μου η θαυμαστή θεά και τούτα μου 'πε• 400 «Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, τώρ' άμε προς τ' ογλήγορο καράβι, 'ς τ' ακρογιάλι, και πρώτα σύρετε εις την γη το πλοίο και φυλάξτε εις ταις σπηλιαίς τα κτήματα και τ' άρμενά σας όλα• κ' έπειτα στρέψε φέροντας μαζή σου τους συντρόφους». 405

Αλλ' ο Δημήτρης ούτε εκεί ούτε εις την καλύβαν ήτο. Ο Νάσος εξήλθε, τον εκάλεσεν επανειλημμένως, εσύριξε, τον ανεζήτησεν εις όλας τας καλύβας, αλλά δεν τον εύρε πουθενά. — Έφυγεν είπεν εισερχόμενος εις την Μπήλιω. Και οι δύο ητένισαν επί μακρόν ο ένας τον άλλον, άφωνοι. — Ο Θεός να τον σχωρέση· είπε τέλος η Μπήλιω, ενώ έν δάκρυ έπιπτεν, ως μαργαρίτης, από τους οφθαλμούς της.

Προσέβλεπε δε συχνά, αφ' ης ώρας εξήλθε του χωρίου, την αγροτικήν σκιάδα του Μήτρου, θέλουσα να συνειθίση εις την όψιν της και να μη την φοβήται πλέον: — Δεν ένε! έκραξεν αίφνης δυσθύμως. Τω όντι, εφ' όσον επλησίαζεν εις την σκιάδα, διέκρινεν ότι ο Μήτρος και τα πρόβατα έλειπον.

Όσον δι' αυτό, κυρία, είνε σωστόν! υπέλαβεν ο νέος μου κάτοχος, τυλίσσων ημάς πάσας εις ικανώς ογκώδες σπείραμα, και περιδένων αυτό διά ρυπαρού λωρίου. — Αλλέως τα επεριμέναμεν και αλλέως μας εβγήκαν. Προσκυνώ! Και εξήλθε του θαλάμου μεθ' ημών.

Το Ευαγγέλιον του Ιωάννου. — «Ο αμνός του Θεού». — Ο Ανδρέας και ο Ιωάννης. — Σίμων. — Προσωπική επιρροή του Ιησού. — Φίλιππος. — Ναθαναήλ. — «Υπό την συκήν». Και αφού ενίκησε τον πειρασμόν και εξήλθε σώος και αμόλυντος εκ της μεγάλης εκείνης δοκιμασίας, ο Σωτήρ εγκατέλιπε την έρημον και επανέκαμψεν εις τας όχθας του Ιορδάνου.

Αλλ' ας μου ανοίξουν τας πύλας τας οποίας είπα, και ας εξέλθωμεν μετά θάρρους». Και ο μεν Βρασίδας εξήλθε διά των προς το χαράκωμα πυλών και διά των πρώτων του τότε υπάρχοντος μακρού τείχους, και ώρμησε τρέχων απ' ευθείας προς αποτομώτατον μέρος, όπου σήμερον υπάρχει στημένον τρόπαιον και προσβαλών κατά μέσον τους Αθηναίους, φοβισμένους διά την ιδίαν των αταξίαν και υποστάντας έκπληξιν διά την τόλμην αυτού, τρέπει αυτούς εις φυγήν.

Τινές μάλιστα εβάδιζον προς την Τρανστιβέρην, διότι εκυκλοφόρει η είδησις ότι επειδή ο άνεμος έπνεε προς το μέρος του ποταμού, το πυρ είχεν εντοπισθή. Ο Πέτρος συνοδευόμενος υπό του Βινικίου και του Χίλωνος, εξήλθε και αυτός του υπογείου.

Και διασκελίσας τον ουδόν, χωρίς να δώση καιρόν εις την μητέρα του όπως απομακρυνθή και τω αφήση ελευθέραν την δίοδον, εισήλθεν όπως βεβαιωθή. Εντούτοις μάταιον το κίνημα, η Αϊμά δεν ήτο εν τη καλύβη. Ο Μάχτος συνέλαβεν άλλην τινά ελπίδα. — Μην κοιμάται; είπε. Και έρριψεν εις τον κοιτώνα της κόρης το δειλότατον και αιδημονέστατον βλέμμα, όπερ εξήλθέ ποτε εκ των οφθαλμών νεαρού Αθιγγάνου.

Εξέβαλε ποτήρια χρυσά και αργυρά, και οι μεν υπηρέται τα εκαθάριζον, αυτός δε κατ' εκείνην την στιγμήν εξήλθε διά να συνομιλήση μετά του Κλεομένους του Αναξανδρίδου, βασιλέως της Σπάρτης, τον οποίον έπειτα έφερεν εις την κατοικίαν του. Όταν ο Κλεομένης είδε τα ποτήρια, εθαύμασε και εξεπλάγη.

Αλλ' όλη όμως αύτη η φαντασμηγορία ολίγα μόνον δευτερόλεπτα διήρκεσεν. Ο Περδίκης έβαλε βραγχώδη κραυγήν, μίαν μόνην και μονοσύλλαβον· Και εξήλθε της αιθούσης. — Κύριε Περδίκη, κύριε Περδίκη! — Δικός σας είνε ο πρώτος; — Σας συγχαίρομεν! — Και εις άλλα! — Σταθήτε δα! — Μη λησμονήσετε την προίκα του κοριτσιού.