United States or Netherlands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έλαβε τα χρήματα, περιεχόμενα εν δοχείω εκ λευκοσιδήρου, και εξήλθε κλειδώσας εντός τον γέροντα οικονόμον, οδυρόμενον εν εσχάτη οδύνη και απογνώσει. Ούτε ηθέλησε ν' ανερευνήση άλλο τι ο ληστής· αν και περιείχοντο εν τω κιβωτίω και άλλα αργυρά και χρυσά σκεύη, πολύτιμα βυζαντινά κειμήλια.

Εν τούτοις οι Αθηναίοι ενισχυθέντες υπό του στόλου τούτου επέδραμαν και αυτοί κατά της Μιλήτου μετά πλοίων εκατόν οκτώ, θέλοντες να ναυμαχήσουν. Επειδή, όμως ουδείς εξήλθε προς συνάντησίν των, απέπλευσαν πάλιν εις την Σάμον.

Η Βεάτη συνεμαζεύθη όπως καλλίτερον ηδύνατο παρά την γωνίαν της, αλλ' η αδελφή Σιξτίνα, ήτις εξήλθε βαστάζουσα το δέλετρον, δεν διηύθυνε το βλέμμα μακράν. Εστράφη ευθύς οπίσω, εισήγαγε την κλείδα εις το κλείθρον, αντήχησεν εκ νέου ο πένθιμος εκείνος τριγμός, έθηκε την κλείδα εις το θυλάκιόν της, και στραφείσα διηυθύνθη εις την κλίμακα.

Κ' εξήλθε δρομαίος. Την εβδομάδα των Βαΐων, μίαν πρωίαν, απήλθεν η Φραγκογιαννού ολομόναχη εις την εξοχήν, προς της Μαμούς το ρέμμα. Ήθελε να επισκεφθή τον μικρόν ελαιώνα, τον οποίον ως «ψυχομοίρι» είχε λάβει από μίαν εύπορον οπωσούν κουμπάραν της αποθανούσαν άκληρον, και εις την οποίαν είχε προσφέρει εκδουλεύσεις.

Η Αμέρσα, ήτις είχεν έλθει ξυπόλυτη, με ελαφρότατον, άψοφον βήμα, εξήλθε, και η μήτηρ της εκλείδωσεν έσωθεν την θύραν. Η Αμέρσα έφυγε τρέχουσα.

Βέβαια, αφέντη· αφού το πουλί επέταξε, επόμενον ήτο να ευρέθη το κλουβί άδειο. — Και δεν ήτο κανέν παράθυρον ανοικτόν, δι' ου να εξήλθε; — Δεν ξέρω αν ήτον ανοιχτό ή κλειστό, αφέντη. Αυτό μονάχα ξέρω, ότι αυτή θα εβγήκεν από κάπου. — Και ποίαν ώραν εύρετε το δωμάτιον κενόν; — Το κελλί ευρέθη άδειο σήμερα. — Ποίαν ώραν; — Είνε κάμποσαις ώραις. — Ως πόσαι ώραι; είπεν ο Πλήθων.

Την στιγμήν αυτήν υπηρέτης με κομψήν οικοστολήν προσεκόμισεν επί δίσκου φρούτα, κρασί και άλλα αναψυκτικά, από τα οποία έλαβα το μέρος μου. Μετ' ολίγον η κυρία εξήλθε του δωματίου. Όταν εξήρχετο ηρώτησα τον ξένον μου με ένα χαρακτηριστικόν νεύμα. — Όχι, είπεν, ω όχι!... Είναι συγγενής μου, η ανεψιά μου . . . τελεία καθ' όλα ύπαρξις.

Εξήλθε και επλήρωσεν εκλεκτού οίνου μικράν φιάλην, και εξηκολούθησεν η ψαλμωδία των μελωδικών ασμάτων του Δαμασκηνού. — Νά που σου ηύρα ζωντανά κεριά! Λέγει προς εμέ ο κυρ-Στρατής. Δεν θα ψάλης το «Μάγοι Περσών βασιλείςΚαι ενθαρρύνων με: — Εις υγείαν και των ζωντανών! κράζει, συγκρούων το ποτήριόν μου με το ιδικόν του. Ανεθάρρησα αιδούμενος μάλλον.

Και ο μεν Ιππίας εξήλθε προς αυτόν· ο δε Πάχης τούτον μεν εφυλάκισεν, όχι όμως σιδηροδέσμιον, επιτεθείς δε εξ απροόπτου κατά του τειχίσματος εκυρίευσεν αυτό και εφόνευσεν όλους τους εν αυτώ ευρισκομένους Αρκάδας και βαρβάρους· επανέφερε δε τον Ιππίαν ως είχεν υποσχεθή· αλλ' άμα εισελθόντα τον συλλαμβάνει και τον φονεύει διά τόξου.

Αφού δε την έλαβε, την μεν ημέραν δεν ενόμισεν ασφαλές να την μεταχειρισθή, αλλά νύκτα και κρύπτων αυτήν υπό το ένδυμα του εξήλθε μόνος εις το προάστειον και ήρχισε να κρούη και να πλήττη τας χορδάς.