Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Επρόσφερεν εν σιωπή το προσόψιον εις τον άνδρα της, εκείνος δε εσπογγίσθη, εφόρεσε το ράσον, έθεσεν επί κεφαλής το καλυμμαύχιον, εφίλησε την σύζυγόν του εις το μέτωπον και εξήλθε κρατών εις χείρας τα κλειδία της Εκκλησίας.

Πάψε, πάψε για όνομα Θεού! εφώναξε προς τον ιερέα, τραβών τα μαλλιά του εκ φρίκης. Και ητοιμάζετο να εξέλθη της οικίας. — Άκουσε, Δημήτρη· είπεν ο ιερεύς με ύφος συμπαθείας· να δώσης τα λεφτά και να φέρης να σου ρίξω κανένα σαραντάρι για την ψυχή. Ο Δημήτρης δεν ήκουε πλέον κ' εξήλθε της οικίας αλλοφρόνων.

Και δώσας έν γρονθοκόπημα επί της κεφαλής του, ήρχισε να περιπατή άνω και κάτω εντός του δωματίου εν μέσω του αυξάνοντος σκότους, μέχρις ου η Φλουρού εισελθούσα απέθεσε τον λύχνον επί της τραπέζης και εξήλθε πάλιν εν σιωπή. Ο καθηγητής εστάθη προσηλών τα βλέμματα εις το φως του λύχνου.

Πήγαινε να του πης πρώτα, κ' ύστερα γυρίζεις και τρώτε. — Η ευχή σας. Καληνύχτα, παπαδιά. Κ' εξήλθε. — Τι λέει, θα πω, είπεν η θειά το Μαλαμώ, μετά την αναχώρησιν του Πανάγου, θα πας στο Κάστρο, παπά; — Να ιδούμε τι θα μας πη κι' ο μπάρμπα-Στεφανής ο Μπέρκος. — Ηγώ, ένας-ιμ, είπεν η θειά το Μαλαμώ, α θε πας, έρχουμη. — Κ' εγώ, είπεν η παπαδιά. — Δεν είνε για ναρθής εσύ, παπαδιά, είπεν ο ιερεύς.

Η κόρη, άμα ήκουσε ταύτα, ηθέλησε να τον συλλάβη, αλλ' ο κλέπτης εν τω σκότει τη έδωκε την χείρα του νεκρού. Και εκείνη μεν εκράτησε ταύτην, νομίζουσα ότι κρατεί την χείρα αυτού του ιδίου· ο δε κλέπτης, αφήσας αυτήν, εξήλθε της θύρας και έφυγεν. 6.

Κύριε, πρέπει να πλήξωμεν διά μαχαίρας; ηρώτησεν ο Πέτρος, ο μόνος όστις έφερε μάχαιραν· διότι εντός του κήπου ευρισκόμενοι, οι Απόστολοι δεν ήξευραν ακόμη τον αριθμόν των διωκτών. Ο Ιησούς δεν απήντησεν εις το ερώτημα. Ο ίδιος εξήλθε του περιβόλου διά ν' αντιμετωπίση τους διώκτας Του.

Αλλ' επειδή η γνώμη του δεν υπερίσχυσε, θέλων να κάμη τας αναγκαίας προετοιμασίας και να τακτοποιήση όσον το δυνατόν καλλίτερον και τας έξω υποθέσεις, εξήλθε της θαλάσσης διαφυγών την προσοχήν της Αθηναϊκής φρουράς· και μεταβάς εις τους Χαλκιδείς επολέμει μετ' αυτών εις διάφορα μέρη, στήσας δε ενέδραν πλησίον της πόλεως των Σερμυλίων πολλούς εκ τούτων εφόνευσε και συγχρόνως ήτο εις διαπραγματεύσεις μετά των Πελοποννησίων, όπως επιτύχη βοήθειάν τινα παρ' αυτών.

Ο Κουμπής το εστοχάσθη. Εκύτταξε καλά, το ίδιον στήθος και τον κορμόν και τας χείρας του, και το ανεκάλυψεν. Εξήλθε δρομαίως. Εφρύαξε κ' έτρεξε με σκοπόν και απόφασιν να σκοτώση την Λελούδα. Αι δύο γυναίκες είχον ενδυθή. Εφόρεσαν η παλαιά Κουμπίνα τα σεμνά και ταπεινά της, κ' η νέα τα νυφιάτικα, τα οποία δεν είχε φορέσει στον γάμον της, κ' ήσαν έτοιμαι να εξέλθωσι, διά την εκκλησίαν.

Διότι την προηγουμένην ημέραν, καθώς εξήλθομεν από την φυλακήν βράδυ, επληροφορήθημεν ότι το πλοίον είχεν έλθει από την Δήλον. Εσυστήσαμεν λοιπόν ο ένας εις τον άλλον να έλθωμεν όσον το δυνατόν πρωινώτερα εις το συνηθισμένον μέρος· και υπήγαμεν εκεί· και ο θυρωρός, ο οποίος συνήθιζε να μας ανοίγη, εξήλθε και μας είπε να περιμένωμεν και να μη εμβώμεν, παρά αφού αυτός μας παραγγείλη.

Τότε η μήτηρ του, παραλαβούσα μεθ' εαυτής την σύζυγον και τα δύο τέκνα του Κοριολάνου, και τεθείσα επί κεφαλής των σημαντικωτέρων γυναικών της Ρώμης, εξήλθε των τειχών· παρουσιασθείσα δε εις το εχθρικόν στρατόπεδον, είπε προς τον υιόν της