United States or Bolivia ? Vote for the TOP Country of the Week !
Είπε κ' εκάθισε εις θρονί, σιμά 'ς τον βασιλέα• ήδη εμοιράζαν το φαγί και το κρασί συγκέρναν. 470 και ο κήρυκας τον έμπιστον αοιδόν τους ωδηγούσε Δημόδοκον λαοτίμητον, και εις τον υψηλόν στύλο προσκολλητά τον κάθισε, 'ς την μέση των συνδείπνων.
Και μόλις τον εσυνέφερε η Χλόη με τα φιλιά και τον εζέστανε με τ' αγκαλιάσματά της, στη γνώριμη βαλανιδιά πηγαίνει· κι άμα εκάθισε στη ρίζα, την ερωτούσε πώς εξέφυγε από τόσους εχτρούς.
Την δεκάτην ημέραν αφ' ης εκυρίευσε την Μέμφιν ο Καμβύσης, εκάθισε προς περιφρόνησιν είς τι προάστειον μετ' άλλων Αιγυπτίων τον βασιλέα Ψαμμήνιτον βασιλεύσαντα έξ μήνας μόνον και εδοκίμαζε την γενναιότητα της ψυχής αυτού διά του ακολούθου τρόπου.
— Θα μου το πλήρωση ο μικρός Κλώσος, έλεγεν ενώ επέστρεφε. Θα τον σκοτώσω! Εκείνην την ημέραν είχεν αποθάνει η νόνα του μικρού Κλώσου. Ήτο κακή και ανάποδη γραία, αλλ' ο εγγονός της την ελυπήθη, την έβαλεν εις το κρεβάτι του, και την εσκέπασε ζεστά ζεστά με την ελπίδα ίσως την ζωντανεύση. Εκεί την άφησεν όλην την νύκτα, αυτός δε εκάθισε να κοιμηθή εις μίαν καθέκλαν.
'Σ το δώμα τον χοιροβοσκόν, όπ' έμπαιν', είδε ο θείος Τηλέμαχος, και του 'νευσε σιμά του να καθίση. κύτταξε αυτός ολόγυρα και άδεια καθήκλα πήρε, 330 του μοιραστή, 'που εμοίραζε το πλήθος των κρεάτων εις τους μνηστήραις, 'πώτρωγαν 'ς το δώμ' αραδιασμένοι• την έφερε 'ς την τράπεζα σιμά του Τηλεμάχου, αντίκρυ του, κ' εκάθισε• και ο κήρυκας εμπρός του μερίδα του παράθεσε και άρτον απ' το καλάθι. 335
— Τώρα είμαστε οι κύριοι εδώ μέσα εις το σπίτι! έλεγε η γάτα του δωματίου. Δεν είχεν ακόμη βραδυάσει, όταν οι τρεις εύθυμοι άνθρωποι έφθασαν εις Βιλλνεύβ και εκεί εγευμάτισαν. Ο Μυλωθρός εκάθισε εις την πολυθρόνα, εκάπνισε την πίπα του και επήρε ένα υπνάκο.
Η ψυχή του απέκρουε λοιπόν την ιδέαν της απαλλοτριώσεως της χρυσής του καδένας. Τω εφαίνετο σκληρά αχαριστία προς το θαυματουργόν εκείνο καλλιτέχνημα, αντανακλώσα εις την Χάριν αυτήν του Θεού όπου το είχεν αγιάσει τόσον. Ενύκτωσεν. Εκάθισε να φάγη δήθεν. Η Θωμαή παρεκάθητο λυπημένη, άφωνος, με την μανδήλαν της καταιβασμένην. Η γραία έμεινε κάτω εις το μαγαζείον, ανοικτόν ακόμη.
Αυτά 'πε και άμ' εκάθισε• και ο Μέντορας 'ς εκείνους σηκώθη, 'που 'χε σύντροφον ο άψεγος Οδυσσέας, 225 και φεύγοντας 'ς τα χέρια του το σπίτι του είχε αφήσει, να πείθενται 'ς τον γέροντα, και να τηρή τα πάντα• εκείνος τους αγόρευσε καλόγνωμα και είπε•
Είπε, και πρόθυμ' έφερε κ' έστησ' ευθύς εκείνη 100 λαμπρήν καθήκλα, και προβειά της έστρωσεν επάνω· εκάθισε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας, κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμη τότ' άρχισε να λέγη· «Ω ξένε, το εξής εγώ θα σ' ερωτήσω πρώτη· ποιος είσαι; ποιο το γένος σου; που η πόλις και οι γονείς σου;» 105
Ρύακες ύδατος έρρεον εκ των ενδυμάτων της, και ο γέρων απόμαχος κατεβράχη όλος. Αλλά δεν τον έμελε διά τούτο. Έσπευσε να ψηλαφήση την καρδίαν, να βεβαιωθή αν ήτο ζώσα η παιδίσκη. Το σώμα ήτο κατάψυχρον. Παρ' ολίγον ο γέρων στρατιώτης απηλπίζετο. Έψαυσεν επανειλημμένως την καρδίαν, εκάθισε παρά τον λάκκον, εθέρμανε το σώμα διά προστριβών. Εφύσησεν εις το πρόσωπον της ατυχούς μικράς.
Λέξη Της Ημέρας