Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025
Απεκρίθη ο νέος βασιλεύς· κραταιότατε μονάρχα, νομίζει η μεγαλειότης σου ότι είναι τόσον πλησίον η βασιλική σου καθέδρα από εδώ; όχι· αλλ' είναι ενός χρόνου δρόμος το ολιγώτερον.
Ο Τραντάφυλλος όμως όχι· αυτός έλπιζε πάντα πως θά τονε χαρή τον κόσμο, κ' ελπίζοντας τη χαίρουνταν τη ζωή του. Βαριά, σκοτεινά, κι ατέλειωτα τα χρόνια εκείνα, κι ως τόσο περνούσαν. Και μην έχοντας η καρδιά του μήτε της αγάπης τα γλέντια μήτε της συντροφιάς τα καλά σε κείνο το Τουρκοχώρι, κρυφοσπαρταρούσε κατάβαθα για τις χαρές που θαρθούνε μια μέρα, κ' έτσι περνούσε ο καιρός.
Τέλος πάντων! μεθ' όλας τας προσπαθείας του, μετά τόσας ημέρας ανησυχίας, πάλης, λύπης, την επανεύρεν! Ηθέλησε κατ' αρχάς να βεβαιωθή, ότι δεν ονειρεύεται. Αλλ' όχι· έβλεπε την Λίγειαν και δεν απείχεν αυτής ειμή δεκαπέντε βήματα. Εκείνη ίστατο εν πλήρει φωτί.
Την ίδιαν την κατάραν εάν σε πάρη ο θυμός, θα δώσης κ' εις εμένα. ΛΗΡ Όχι· κατάραν μου εσύ, Ρεγάνη, δεν θα λάβης. Εσένα η ευαίσθητη καρδιά σου δεν σ' αφίνει να πέσης 'ς την σκληρότητα. Τα 'μάτια της εκείνης είν' άγρια· παρηγορούν, δεν καίουν τα 'δικά σου.
Ηθέλησε να γονατίση αλλ' ευθύς μετενόησεν. Όχι· εις την εποχήν του δεν εγονάτιζον τας περισσοτέρας φοράς, μέσα εις την φοβερωτέραν ώραν της συμπλοκής, ενώ αι σφαίραι εσύριζον απειλητικαί τριγύρω των ούτω όρθιοι, ακλόνητοι αντιμετώπιζον τον θάνατον οι πολεμισταί εκείνοι.
ΛΑΕΡΤΗΣ Ωσάν ξυλόρνιθα πιασμένος εις το βρόχι 'πώστησα, Οσρίκε· με φονεύ' η προδοσιά μου δικαίως. ΑΜΛΕΤΟΣ Η Βασίλισσα πώς είναι; ΒΑΣΙΛΕΑΣ Άμα τους είδε να αιματώσουν δείλιασε. ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Όχι, όχι· το πιοτό, το πιοτό — Αμλέτε μου, ψυχή μου — το πιοτό, το πιοτό· είμαι φαρμακωμένη. ΑΜΛΕΤΟΣ Κακούργημα! την θύραν κλείστε!
Μας αγαπούν έχεις δίκιο· μα δε ρωτάς ποιανούς αγαπούν. Εμέ και σένα. Όχι· μην το πιστεύεις. Κάτω απομένα κι από σένα· βλέπουν αυτοί κ' ένα χλαμυδοντυμένο Ευμορφόπουλο. Κι' όλες τις αγάπες και τις γλυκοκουβέντες τις κάνουν σε κείνους· όχι σε μας. Μα εγώ δεν τη θέλω τέτοια αγάπη· όχι! επρόσθεσε δυνατά, δε μ' ωφελεί, με ντροπιάζει. Είμ' εγώ και θέλω να είμ' εγώ!... — Εύγε σου!
Ο αφέντης, είπα, έχει τόπο απέραντο· δε θα φτωχύνη με μια λουριδίτσα. Έπειτα, αφέντη μ' και το χτήμα μου δικός σου τόπος δεν είνε; Η καλωσύνη σου μου τόδωκε· μπορείς και να το πάρης πίσω σα θελήσης. — Ναι, σα θελήσω, ορέ! είπε φουσκώνοντας ο Χαγάνος. Και θα σ' το πάρω πίσω· να το ξέρης πως θα σ' το πάρω! Όχι· δε θα σας αφήσω να μου σηκώσετε κεφάλι.
— Το ίδιο κάνει για σένα.. Μέσα της υπάρχει δέρμα αρβύλας, τα ασκούπιστα μουστάκια του Μπάρμπα Μάρκου, νύχια με πένθιμο γιακά, και ροζασμένα δάχτυλα. Ακατανίκητα άφθονη, ρούφηξε το ιώδιο της θάλασσας σε απόσταση πολλά μέτρα... Ύστερα με τι σου φαίνεται να μοιάζει η κουζίνα του πληρώματος; Θέλω ν' ακούσω. — Με κουζίνα που μαγειρεύουνε φαγιά. — Όχι· μοιάζει με ναό βάρβαρο, Αιγυπτιακό ίσως.
— Καλά που μου το θύμισες, έλεγε. — Κ' ήτανε μεγάλο πράμμα, να το θυμηθής; — Όχι· μα κάνει ζέστη· τόση ζέστη. Και θα ήτο μόνον Μάρτιος· πλην ο Αγκούτσας δεν ημπορούσε να υποφέρη την ζέστην. Έλεγεν ότι, του κάκου, αδύνατον ήτο να κάμη τις δουλειά το καλοκαίρι. Και όλος ο καιρός, εκτός ολίγων εβδομάδων, μοιρασμένων σποραδικώς εις τρεις ή τεσσάρας μήνας, ήτον καλοκαίρι.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν