United States or Chad ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τι πόρτο άτιμε! τι λιμάνι μου λες; Νομίζεις πως θα με γελάσης. — Όχι, σου λέγω πατέρα· είνε πόρτο μπροστά μας. Ο Βαλμάς δεν ήθελε να πιστέψη καθόλου. Απελπισμένος όμως έδραμε στο δοιάκι, έβαλεν όλη του τη δύναμι με φριχτό καρδιοχτύπι στα στήθη, με την ψυχή κουρασμένη από την προσδοκία και την αβεβαιότητα. Μα τίποτα δεν ξεχωρίζει πουθενά.

Είπε, και αυτής τα γόνατα κοπήκαν κ' η καρδία, 205 άμα της είπε ασάλευτα γνωρίσματ' ο Οδυσσέας· έκλαψεν, έδραμεαυτόν, κ' έρριξε ταις αγκάλαιςτον τράχηλόν του, εφίλησε την κεφαλή του κ' είπε· «Μη, Οδυσσέα, μ' οργισθής, συ των θνητών ο πρώτος εις κάθε σκέψιν· οι θεοί κακά μας εμοιράναν· 210 οι φθονεροί δεν θέλησαν την νειότη να χαρούμε αχώριστοι, ως να φθάσουμετου γήρατος την θύρα. τώρα μη μου χολεύεσαι, 'ς εμέ να μη θυμώσης, ότι άμα σ' είδα ταις χαραίς δεν σώκαμ', όπως τώρα· ξεύρεις, 'ς τα στήθη πάντοτε μου τρόμαζε η καρδία 215 μήπως κανένας των θνητών με λόγια μ' απατήση, ότι πολλοί σοφίσματα κακόβουλα οργανίζουν· ουδ' η Ελέν' η Άργισσα, του Δία θυγατέρα, ήθελε πέσει ερωτικάανθρώπου ξένου αγκάλαις, αν γνώριζ' ότι τ' άφοβα των Αχαιών αγόρια 220 οπίσω θα την έπαιρναν εις την γλυκειά πατρίδα.

Στη μέση της είχε στηθή ολόρθος μασαλάς σιδερένιος κι απάνω του καίονταν αδιάκοπα χοντρές σχίζες δαδιού πώχυναν γύρα φανταστική αναλαμπή και βαριά μυρουδιά κ' εγιόμοζαν τον αγέρα από σύγνεφα μαύρου κατάπυκνου καπνού. Οι πανηγυριστάδες, σα να μην έφταναν οι αμέτρητοι εκείνοι πούχαμεν εύρει εμείς εκεί, εξακολουθούσαν νάρχωνται ακόμα μπουλούκια μπουλούκια και καλοφορεμένοι όλοι τους.

Κύπτοντες και ημείς άνωθεν του ώμου της, ίδωμεν τι αντηνάκλα το ρευστόν εκείνο κάτοπτρον. Πρόσωπον δεκαεξαετές μήλου στρογγυλώτερον, κόμην ξανθήν ως της Μαγδαληνής και ακτένιστον ως της Μηδείας, χείλη ερυθρά ως πίλον καρδιναλίου, υποσχόμενα ηδονάς ανεξαντλήτους και στήθη εύσαρκα, ως πέρδικος, πάλλοντα έτι υπό της συγκινήσεως.

Πολλοί όμως ύστερον επίστευσαν και διέδωκαν μύθον τινα, οίος ο εξής: Ο ατυχής κληρικός είχεν ιδεί παραδοξότατα πράγματα εντός του ναού την νύκτα εκείνην, και ευλόγως κατέστη άλαλος. Τέσσαρες λευκοχίτωνες δερβίσαι ωρχούντο μανιωδώς περί το ιερόν Θυσιαστήριον, πλήττοντες τα στήθη και εκβάλλοντες αφρούς εκ του στόματος.

ΦΕΡΗΣ Ε, τι να γίνη! είναι γλυκό το φως που ο θεός μας δίνει. ΑΔΜΗΤΟΣ Δεν έχεις ανδρική καρδιά στα στήθη σου, δεν έχεις. ΦΕΡΗΣ Δεν χαίρεσαι, γιατί νεκρόν τον γέρο δεν κηδεύεις. ΑΔΜΗΤΟΣ Μα θα πεθάνης άδοξος, σαν θάρθη η σειρά σου. ΦΕΡΗΣ Όταν πεθάνω, λέγε μου ό,τι θέλεις. Δεν θακούω. ΑΔΜΗΤΟΣ Αλλοίμονο, τι αδιάντροπα είναι τα γηρατειά! ΦΕΡΗΣ Αυτή δεν ήταν αναιδής· κουτή μονάχα ευρήκες.

Για κάθε πανηγύρι θα ετοιμάζω και καινούργιο φόρεμα·ένα μήνα η δημαρχίνα μας θα βαπτίση το παιδί της, θα έλθη η νονά από τας Αθήνας και είνε μεγάλη κυρία βουλευτού. . . τι χορός θα στηθήτην πλατεία! θα προφθάσω να υφάνω έως τότε καινούργιο φόρεμα . .

Φουρτουνιασμένα, θολά, λασπωμένα κ' ορμητικά σαν πεινασμένα λιοντάρια, κυλούσαν στα βάθη των γκρεμών τα δύο ποτάμια. Από ψηλά, από τα ματωμένα στήθη του Βελουχιού, ακράτητο φουσάτο, έρχουνταν ο Καρπενησιώτης· από μυστικές κι άγνωστες, απ' αθώρητες κ' απάτητες λαγκαδιές, ροβολούσε ο Καστανιάς.

«Πικρό ψωμί! ξερό ψωμί», ξεχύθη κραυγή βραχνή, βοή βαρεία, βαθειά, σα να στενάξαν χίλια μύρια στήθη από της γης τα πέρατα πλατιά. Και με ολόρθο κορμί το παλικάρι, στην πλάτη η χήτη ανέμισε χυτή: «Ήρθε ο καιρός», ξανάκραξε, «να πάρη το δίκιο του καθένας στη ζωή.

Ο εκατόνταρχος και οι μετ' αυτού, οι τηρούντες τον Ιησούν, ιδόντες τον σεισμόν και τα γενόμενα, εφοβήθησαν σφόδρα λέγοντες, «Αληθώς Θεού Υιός ην ούτοςΚαι οι όχλοι οι παρευριθέντες, επιστρέφοντες εις την πόλιν, έτυπτον αυτών τα στήθη και έκλαιον. Αληθώς η σκηνή εκείνη ήτο πολύ φοβερωτέρα ή όσον εκείνοι, και ημείς ακόμη, δυνάμεθα να γνωρίσωμεν.